Η εκκωφαντική σιωπή, Εργο Νίκου Αγγελίδη, 2019 |
Το παρακάτω κείμενο που εμπεριέχεται στα Καταφύγια Ονείρων (Αρμός, 2020) είναι εμπνευσμένο από τον πίνακα με τον ομόνυμο τίτλο.
Η εκκωφαντική σιωπή.
Αν δεν κάνω λάθος ήμουν στην πρώτη δημοτικού.
Μεσημέρι προς απόγευμα επέστρεφα από το σχολείο. Με βαριά καρδιά. Μέσα στη σάκα μου έφερνα μια δυστυχία.
Η ορθογραφία γεμάτη κοκκινίλες, λάθη, αδικαιολόγητα λάθη. Ασυγχώρητα!
Μπήκα στο σπίτι. Η κουζίνα μύριζε φαγητό, η τραπεζαρία άδεια. Κανείς.
Ο κόμπος στο στομάχι σφίχτηκε, τα μάτια φουρτούνιασαν.
Ο διάδρομος έρημος, οι πόρτες των δωματίων κλειστές.
Με κομμένα γόνατα γυρόφερνα, προσπαθώντας να καταλάβω.
Απ’ την κρεβατοκάμαρα έφταναν στα αυτιά μου γελάκια, βογγητά, αναστεναγμοί. Ένα παχύ μυστήριο με τύλιξε. Αναρωτιέμαι σήμερα αν υπέθεσα οτιδήποτε.
Θυμάμαι μονάχα τη δυστυχία που κουβαλούσα μέσα μου, τις κοκκινίλες και τα αδικαιολόγητα, τα ασυγχώρητα της ορθογραφίας.
Επιστρέφοντας στην ερημική κουζίνα κάθισα σε μια καρέκλα σκεφτικός, απαρηγόρητος.
Τότε έζησα κάτι που θυμάμαι καλά μέχρι τώρα. Η σιωπή μού φάνηκε εκκωφαντική! Θα ‘λεγες πως τα κατσαρολικά, τα μπρίκια, τα τηγάνια, οι κουτάλες, όλα βάλθηκαν να χορεύουν μανιακά, να κακαρίζουν, να βροντάνε, να ουρλιάζουν.
Έκλεινα τα αυτιά με τις παλάμες μου, νομίζω πως ήθελα μπήξω τις φωνές, να βγάλω κουβάδες καημό από μέσα μου, να λύσω τον κόμπο που με παίδευε. Ο κόμπος μιας κοκκινισμένης ορθογραφίας, διπλοδεμένος με το παράπονο της μοναξιάς.
Και μαχαίρι στην καρδιά εκείνα τα γελάκια και τα αγκομαχητά μιας αγκαλιάς που εμένα δε με χωρούσε.
Επίσης, έγινα άριστος ορθογράφος. Καμιά φορά σκέφτομαι πως τα «ασυγχώρητα» με βοήθησαν να συγχωρώ τους άλλους, να αποδέχομαι πως υπάρχουν αγκαλιές που δεν με χωρούν.
Η εκκωφαντική σιωπή είχε κάνει το θαύμα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου