Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Συμμετοχές στη 2η "άσκηση"

Ο κύκλος η αρχιτεκτονική στον ψυχαναλυτικό λόγο έκλεισε για την Θεσσαλονίκη. Με επιτυχία! 
ο ζωγράφος Νίκος Αγγελίδης μας συντρόφεψε και πάλι με το έργο του

Κείμενο της κυρίας Μερόπης Χ.
Το ξε-χα(σ)μένο πόμολο
Η πόρτα στάθηκε θεόρατη μπροστά μου. Ψηλή και ορφανή. Το διακριτό στολίδι στη μέση της, έλειπε. Εδώ και καιρό. Το χέρι μου κρεμάστηκε άτσαλα στο πλάι. Το πόμολο δεν αντικαταστάθηκε ποτέ. Μια πόρτα κλειστή. Ένα σύνορο ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Πώς να παραβιάσω τη σιωπή κάτω από την χαραμάδα;

Ονειρευόμουν το καλωσόρισμα. Την υποταγή της μικρής κίνησης του πόμολου καθώς ανοίγει, στον χρόνο. Μάταια. Ο μοναδικός μάρτυρας εγκατέλειψε την κατάθεσή του στο έλεος της αδίστακτης απώλειας και φθοράς του χρόνου.
Το ελάχιστο πόμολο, δραπέτης στον άπειρο χρόνο. Βγάζει τη γλώσσα κοροϊδευτικά στο πριν, ρίχνει κλεφτές ματιές στο μετά. Το ελάχιστο πόμολο, διαμεσολαβητής ανάμεσα στην ύπαρξή μου και στη μη ύπαρξή μου. Κι η έσχατη πόρτα να στέκεται καταδικασμένη, στο ανάμεσα.
Δάγκωσα τα χείλη  μου. Ξεστράτισαν τα χνώτα πάνω στο σκληρό δέρμα της πόρτας. Σχεδόν άκουσα τους ψίθυρους από πίσω να μεγαλώνουν. Σειρήνες μιας αβίωτης ζωής.
Πιέζω τρυφερά το σημάδι·εκεί που κάποτε το πόμολο άλλαζε μαλακά πλευρά στην σκληρή όψη της αλήθειας. Συλλογιέμαι την διάρρηξη. Ένα δάγκωμα πόνου ψηλά στο στήθος·ολόκληρη η ιστορία μου, μυστικά κεντημένα πάνω στους πέτρινους τοίχους, πίσω από την ερμητικά κλεισμένη πόρτα.
Οι φωνές από πίσω δυναμώνουν ολοένα και περισσότερο. Περιμένω. Αφουγκράζομαι προσεκτικά το παραλήρημα του χαμένου πόμολου στο χέρι μου.
                                                                                                             Μερόπη Χ.

Κείμενο του κυρίου Βασίλη Παπαδόπουλου:
Σήμερα θα σας μιλήσω για την πόρτα.. ακορντεόν. Δεν ξέρω πως ακριβώς
να την πω. Είναι από αυτές τις πλαστικές που ανοιγμένες είναι μαζεμένες στην μια πλευρά και κλείνουν συρταρωτά (υποτίθεται ότι κλείνουν..).
Ήμουνα παιδί και με είχανε σε μια γωνία, κάπου στο σαλόνι. Το κρεβάτι μου ήτανε εκεί. Άλλο υπνοδωμάτιο δεν υπήρχε. Πίσω από το κεφάλι μου αυτή η μικρή πόρτα, έπειτα τοίχος που ξανασχημάτιζε γωνία διαχωρίζοντας από το σαλονάκι μου ένα χωλ. 
Μμμ, θυμάμαι.. κάποια βράδια σαν να ξύπναγα, όχι από κάποιο όνειρο, αλλά από την πραγματικότητα. Κάτι σαν φωνούλες ηδονής, μαζί με τρίξιμο κρεβατιού, από την άλλη άκρη, εκεί που τελείωνε το μεγάλο χωλ, από το δωμάτιο των γωνιών. Μετά, η μητέρα διέσχιζε το χωλ πίσω από την πόρτα μου, κάτι έκανε στην τουαλέτα, επιστροφή, ηρεμία, συνέχεια ύπνου. 
Πλέον το παιδί μεγάλωσε, ο τοίχος γκρεμίστηκε ως αποτέλεσμα ανακαίνισης, το σαλονάκι με το σκοτεινό, δαιδαλώδες χωλ ενοποιήθηκαν και το σπίτι απέκτησε ξεκάθαρους χώρους. Από το σπίτι οι γονείς έφυγαν και ο ένοικος έχει μια πλούσια ζωή στο δωμάτιό του. 
Ο Αρχιτέκτονας τι στο καλό την ήθελε αυτή την πόρτα με τους τοίχους που την πλαισίωναν; Όπως και να έχουν τα σχέδια του Αρχιτέκτονα, ευτυχώς, ζώντας μπορούν να τροποποιηθούν, να καταργηθούν και να επανασχεδιαστούν.