Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Δεύτερη συνάντηση Θάνατος-Έρως


Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους "θαμώνες" του δεύτερου καφέ-ψ στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Διότι, μπορεί η βραδιά να μην εξελίχθηκε όπως την σχεδίαζα, (καθώς λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν συμμετάσχει και στην πρώτη συνάντηση), όμως η "συγκομιδή" γραπτών κειμένων και σκέψεων υπήρξε εκπληκτικά πλούσια. Πολύ σύντομα θα αναρτηθούν σ' αυτή την σελίδα όλα τα γραπτά (σε πλάγια γραμματοσειρά). Στην επόμενη συνάντησή μας (22/2/16) θα γίνει, ελπίζω, καλή αξιοποίησή τους με συζήτηση που θα προχωρήσει και θα φρεσκάρει την σκέψη μας περί του διπόλου "Ερως-Θάνατος". 
Γ. Β.






Ακορντεόν: Ιώ le Moller



…έρωτας είναι η ίδια η μουσική, το ρίγος που νιώθεις να διαπερνά όλο σου το κορμί υπό τον ήχο μας μελωδίας που προσεγγίζει το ανάλογο θέμα ή ακόμη και το ίδιο το πάθοςγια τη μουσική… ποιος καλλιτέχνης άραγε δεν κατακλύζεται από πάθος και απωθημένα;...


Διήγημα του Γιάννη Βαϊτσαρά
Oι προτάσεις σε πλάγια γραφή που εμπεριέχονται στο διήγημα γράφτηκαν από τους θαμώνες της πρώτης συνάντησης καφέ ψ (βλ. προηγούμενη ανάρτηση).

Στο τρένο

Ανακοίνωση: Αγαπητοί επιβάτες, Ο οργανισμός σιδηροδρόμων σας ενημερώνει πως...
Ξαφνικά, ένα σύριγμα και τα μεγάφωνα νεκρώνουν, η ανακοίνωση μένει στη μέση. Στη στιγμή ο συρμός ακινητοποιείται οι πόρτες μπλοκάρουν. Οι θαμώνες του βαγονιού καθισμένοι αραιά κοιτάζονται μεταξύ τους. Με απορία, αμίλητοι. Άλλωστε είναι η πρώτη φορά που ανταλλάσσουν βλέμματα, ως τότε ο καθένας είχε την αίσθηση πως ήταν μόνος σ’ αυτό το ταξίδι.
Βρισκόμαστε λοιπόν μέσα σε ένα ακινητοποιημένο τρένο στο βαγόνι-καφέ του συρμού απομονωμένο στη μέση ενός ερημικού τοπίου. Από τα αχνισμένα τζάμια του δεν βλέπεις παρά την εγκατάλειψη, την θανατίλα, την απόγνωση. Ξερά απομεινάρια δένδρων, χαλάσματα ερειπωμένων κτιρίων, απειλητικά μαύρα σύννεφα με ήχους κεραυνών που πλησιάζουν.
Οι λιγοστοί θαμώνες του σιδηροδρομικού καφέ είναι καθηλωμένοι, σαν σε εφιάλτη.
Δεν μιλά κανείς. Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στα παράθυρα καθένας εστιάζει αλλού, ψάχνοντας την όποια λεπτομέρεια του τοπίου θα καταλάγιαζε τον τρόμο ή την παγωνιά.

Κάποιος ανάβει ένα κερί.
Καρφώνοντας το βλέμμα του στη φλόγα μονολογεί:
-Σήμερα στις 7μμ που αποφάσισα να έρθω στο καφέ ψ βίωσα τον θάνατο και τον έρωτα μαζί.
Η πρόταση αντήχησε στο βαγόνι σαν έκρηξη.
Μια κοπέλα απέναντι, ξαφνιασμένη, στρέφει το κεφάλι απ’ τα συντρίμια του τοπίου και λέει με σιγανή φωνή:
-Μπορούν άραγε να διαχωριστούν έρωτας και θάνατος; Κάθε φορά που ονειρεύομαι ξύπνια είναι νομίζω καθαρός έρωτας.
Αυτό ήταν! Το καφέ-βαγόνι, σαν να βγαίνει από κώμα, τα μέλη αρχίζουν να κινούνται κάτω απ’ τα τραπέζια, μερικοί ανάβουν τσιγάρο.
Το γκαρσόνι, πίσω από τον πάγκο του λέει στην κοπέλα δίχως να την κοιτάζει:
-Μόνο που τώρα πράγματι είσαι ξύπνια κι ονειρεύεσαι, κι ας είναι εφιάλτης.
Μετά πιάνει τα μπρίκια του με όρεξη, ανοιγοκλείνει βαζάκια με μέλια και βότανα, ανοίγει το λάπτοπ με τις συνταγές μαζεύοντας τα μανίκια, θαρρείς κι ο φόβος γέννησε μέσα του την όρεξη για ζωή και δημιουργία.
Λέει στην ομήγυρη:
-Όταν γύρω μου γίνεται χαμός (όταν συμβαίνει κάτι κακό σε αγαπημένα πρόσωπα) με πιάνει υπερένταση μαγειρικής δημιουργίας, και άλλοτε απόσυρση σε παιχνίδια στον υπολογιστή.
Κάποιος τον ρωτάει:
-Γιατι; ποιος θα απαντήσει σ’αυτό; ποιος θα πει τι μας σπρώχνει στο φως όταν όλα γύρω είναι σκοτάδι;
Το αγόρι ρίχνει λίγη ζάχαρη στο κατσαρόλι, προσθέτει κανέλα και μια ιδέα πορτοκαλιού κι απαντάει με σοφία:
-Υποθέτω ότι οι περισσότεροι θα απαντήσουν για τον έρωτα, ως αποτέλεσμα της ενόρμησης ζωής και προσπάθεια άρνησης της ενόρμησης θανάτου… ναι, είναι ένα παράδειγμα έρωτα: Η καθημερινή ετοιμασία φαγητού και το μαγείρεμα ως καθημερινή δραστηριότητα.
Η κοπέλα που τώρα κοιτάζει με νοσταλγία το πρόσωπό της στο θολό παράθυρο μονολογεί:
-Έρωτας στα δεκάξι… με ανάσα ζωής ή μια ανάσα ζωής;
Τότε, σαν μαγικό, ακούστηκε απ’ το βάθος του βαγονιού ένα μοιρολόι. Πονεμένο, αργό μακρόσυρτο, τόσο ταιριαστό στην αντάρα του τοπίου:
Ποντιακό μοιρολόι, Μικρασία 1922, Να σηκωθούν οι νεκροί, οι ζωντανοί να μπούνε… Θάνατος κάθε χωρισμός…  
Εξω λυσσομανάει τωρα η καταιγίδα. Μόλις που φαίνεται ο ρημαγμένος τόπος και τα γυμνά κλαδιά που ταρακουνιούνται λυσσασμένα.
Κάτω απ’ το πρώτο τραπέζι δυο γόνατα συναντιούνται, κι απάνω τους δυο χέρια μιμούνται κινήσεις χορευτών που εκστασιάζονται.
Ακούγονται λόγια ψιθυριστά, σαν προσευχή, απάντηση στο μοιρολόι.
-Ψάχνει κανείς σ'ολη του τη ζωή μια φωλιά ή αγκαλιά, ερωτική ή οικεία αγαπητική, ένα λόγο επιστροφής. Αλλιώς μια ζωή θα εκλιπαρείς για λίγη ζεστασιά σε κάποια ξένη, αφιλόξενη μεριά…
Η φωνή είναι βαθιά, αντρική, πονεμένη. Η κοπέλα δακρύζει.
-Περπάτησα μαζί του μέχρι τα τείχη της πόλης. Ξαφνικά σκόνταψε και σωριάστηκε, όχι αυτός, το σώμα του μόνο. Εκείνος πέρασε τα τείχη κι εγώ έμεινα πίσω ψάχνοντας να βρω πέρασμα. Ακόμα ψάχνω. Τρέχω-ψάχνω-τρέχω-ψάχνω…
Κοιτάζει έξω, θαρείς και τον γυρεύει στην κοσμοχαλασιά.
Μια κυρία δίπλα που παρατήρησε την αγωνία της θέλησε να την γαληνέψει. Έτσι είναι οι άνθρωποι που ξέρουν να ζουν τους πόνους και τις χαρές. Τολμούν να μιλήσουν για τα όνειρα και τους πόνους των άλλων σαν να ’ταν δικά τους. Της μιλάει ήρεμα σαν να αναπολεί:
-Έφτασα… Στα χρώματα του σούρουπου, ακούμπησα το σάκο πάνω τους και πλησίασα προς τη μαγική γραμμή… τη γραμμή που ενώνει τη γη με τη θάλασσα. Και όταν άφηνα το βλέμμα μου να πλανηθεί… τον είδα… τον ένιωσα… ήταν τα πάντα… αδελφός, φίλος, σύντροφος, εραστής, αγαπημένος… Αυτά ήταν τότε, παλιά… Τώρα; πού είναι αυτή η αγάπη, ο έρωτας; Έγινε σκόνη που πότισε την αύρα μου. Αγαπημένη αληθινά μια φορά, αγαπημένη για πάντα!
-Ναι, αγαπημένη, αγαπημένη για πάντα, προσθέτει η κοπέλα.
-Να σας πω, λέει η κυρία. Θάνατος δεν είναι να κόβονται οι δεσμοί των ανθρώπων, να ξεχνούμε το χτες, λες κι ήταν ψέμα, λες κι ήταν απάτη; εμένα που με βλέπετε ρωτήστε. Σταμάτησα να μιλάω με κάποια φίλη μου γιατί έκανε κάτι που με πείραξε.
Τώρα βρίσκω αλλού τη ζωή, τον Έρωτα: σε ένα Διάλογο με ανθρώπους, ζώα και φυτά της βεράντας μας κάθε μέρα. Διάλογο με τους μαθητές, συνεργάτες,σχέδια έμπνευση…
-Καλή ώρα όπως τώρα, πετάγεται στη γωνία ένας μαθητής που παίζει αμέριμνος με το κινητό του.
-Ξέρετε κάτι; μπαίνει στην κουβέντα μια όμορφη κυρία που ως τώρα κάπνιζε ανήσυχη:
-Ο θάνατος μπορεί να είναι διπλός: Διπλός ή παράλληλος θάνατος, ο σύντροφος αποχωρεί από την κοινή ζωή, δεν αντέχει την δέσμευση, την αλλαγή της εργένικης ζωής.
Κι όμως, ξέρω πως δεν διαγράφει ότι έζησε. Το έγραψε άλλωστε κάπου, πως είναι ζωοφόρα, δημιουργική, η ώρα, λέει, που ξεφυλλίζω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες τής οικογένειάς μου ενώ έχω ενσωματώσει στο μέλλον μου την μη επιστροφή σ'αυτήν.
Το αγόρι φέρνει τους αρωματικούς καφέδες. Οι αστραπές φωτίζουν τα πρόσωπα και τα χέρια που αγγίζουν την υλική παρηγοριά. Τα δε γόνατα κάτω απ’ το πρώτο τραπέζι ζουν τη δική τους ευτυχία.
Ποίημα…
-Ήρθε η ώρα να σας πω κι εγώ τον πόνο μου, λέει ο κύριος με το καπέλο που δεν είχε μιλήσει καθόλου:
Μνήμα σημαίνει σημείον, μιμνήσκω ίσον θυμούμαι, κηδεία-κήδομαι-φροντίζω. Ο θάνατος οδηγεί στη ζωή. Ποιά; Την φυσική ή την μεταφυσική; Μακάριοι οι πιστεύοντες. Η μητέρα μου έφυγε στα 80, ουσιαστικά 81, αφού δεν καταλάβαινε πια. Γυναίκα της εκκλησίας, με την καλή έννοια. Παρ'όλα αυτά φοβόταν τον θάνατο. Επειδή, όπως έλεγε, "τι τον θέλω τον παράδεισο και την αιώνια ζωή, αν δεν μπορώ να σας βλέπω, να σας νιώθω;" 
Πίσω του ακριβώς ακούγεται μια θλιμμένη γυναικεία φωνή:
-Αχ, ναι! Κι εγώ την έχασα πρόσφατα! Η απώλειά της τρομερή για μένα. Κόπηκε ο ομφάλιος λώρος. Δεν ήμουν πια το παιδί κανενός. Ξεκίνησε ένας καινούργιος κύκλος με εγγόνια. Κι εγώ στη θέση της μάνας.
Ο μαθητής με το κινητό αναφωνεί:
-Νεα απ’ το ίντερνετ, ακούστε:
Αυτή την ώρα αποκαθίσται σταδιακά η κυκλοφορία στο σιδηροδρομικό δίκτυο…
Πριν ολοκληρώσει την φράση του το βαγόνι άρχισε να κινείται μουγκρίζοντας, τα φώτα άναψαν, ακούγεται βραχνιασμένη η φωνή του υπεύθυνου του συρμού:
-Ανακοίνωση: αγαπητοί επιβάτες, ο οργανισμός σιδηροδρόμων σας ενημερώνει: επόμενος σταθμός Έρως. Αποβίβαση από τις δεξιές ή αριστερές πόρτες κατά την φορά της αμαξοστοιχίας.
Το βαγόνι του καφέ χαμογέλασε σύσσωμο με ανακούφιση, μερικοί χειροκρότησαν.

Τα γόνατα δεν κρατιούνται πια, σηκώθηκαν με βιάση απ’ το πρώτο τραπέζι, τα χέρια είχαν μουδιάσει από τα χάδια, λίγο έλειψε να ξεχάσουν τις αποσκευές στο καφέ του τρένου.



Απόσπασμα από το μυθιστόρημα η Μία και η Άλλη, (σελ. 259-260) όπου ο υπέργηρος ψυχαναλυτής εκφράζει την εμπειρία του με την ψυχική σύγκρουση ενορμήσεων θανάτου και έρωτα.





…Θάνατος είναι κι όταν κάποιος ή κάτι που αγάπησες που σήμαινε πολλά στη ζωή σου, παύει να σημαίνει πια, είναι ένα τίποτα για σένα. κι όσο τα χρόνια περνούν τόσο πληθαίνουν τέτοιοι θάνατοι: σαν τα σβηστά κεριά που πίσω μας πληθαίνουν...





 Η νεκρολογία

-Καλησπέρα σας. Λέγομαι Ιάκωβος!

Το όνομα δεν του λέει απολύτως τίποτα, όμως ο ψυχαναλυτής είναι βέβαιος πως τον νεαρό που μόλις συστήθηκε και κάθισε απέναντί του, κάπου τον έχει ξαναδεί. Και μάλιστα πρόσφατα!


-Ήρθα να σας μιλήσω διότι αρχίζω να έχω σοβαρό πρόβλημα. Η ζωή μου εξελίσσεται σε κόλαση, πολύ φοβάμαι πως σύντομα θα αναγκαστώ να σταματήσω τη δουλειά, ίσως χρειαστεί και να νοσηλευτώ. Υποφέρω από έντονες σκέψεις και εμμονές που έχουν όλες ανατριχιαστικό περιεχόμενο θανάτου με μακάβριες λεπτομέρειες. Βλέπω συνέχεια τρομακτικά όνειρα με νεκρούς που με απειλούν, σκελετούς και κρανία, κάτι παλαβά πράματα. Ξυπνάω καταϊδρωμένος, η μέρα μου μετά είναι ανυπόφορη. Ιδίως τις εργάσιμες μέρες, όπως μπορείτε να φανταστείτε…



Ο Ιάκωβος είναι γύρω στα τριάντα, με ευγενική φυσιογνωμία και όμορφο, θλιμμένο χαμόγελο. Λέει πως έκανε επιτυχημένες σπουδές κοινωνιολογίας, αλλά πως, με την οικονομική κρίση που ξέσπασε, αναγκάστηκε να αλλάξει δρόμο δουλεύοντας στην επιχείρηση του μπαμπά του.

-Η αλήθεια είναι, προσθέτει, πως ο πατέρας μου επέμεινε σ’ αυτό, καθώς η δουλειά του πάει καλά, από τότε δε που συνεργαζόμαστε, ακόμη καλύτερα. Λογικό είναι όμως, να μένω με ένα μόνιμα ανικανοποίητο συναίσθημα, να νιώθω πως μπορώ να κάνω πολύ περισσότερα. Νομίζω… το αντιλαμβάνεστε, έτσι δεν είναι;


Ο ψυχαναλυτής δεν απαντά, νιώθει πως λείπουν ακόμα πολλά στοιχεία πριν την κατανόηση. Ο Ιάκωβος του εξηγεί τον γρίφο, προσφέροντάς του την έκπληξη:


-Είχα ήδη σκεφτεί να συμβουλευτώ έναν ειδικό, απλά, δεν έβρισκα την ευκαιρία. Την απόφασή μου την πήρα πριν μερικές μέρες, όταν σας άκουσα. Τα λόγια σας χτύπησαν φλέβα, κατάλαβα ότι βρήκα τον άνθρωπο που θα με βοηθούσε να απαλλαγώ από τις εμμονές και τις δυσάρεστες σκέψεις μου, από τους βασανιστικούς εφιάλτες. Μιλούσατε με τόση καλοσύνη, με τόσο συναίσθημα για την ανθρώπινη υπόσταση και τα προβλήματά της, που με συγκινήσατε αφάνταστα. Άθελά μου δάκρυσα, και τρύπωσε μέσα μου η ιδέα να σας επισκεφτώ στο γραφείο σας.



Ο γιατρός προσπαθεί να θυμηθεί, δεν υπήρξε πρόσφατα ούτε σεμινάριο, ούτε συνέντευξη, ούτε ψυχαναλυτικό συνέδριο όπου να έχει πάρει δημόσια τον λόγο. Αρχές Αυγούστου, η πόλη αρχίζει να ερημώνει, τα ψυχαναλυτικά συνέδρια δεν γίνονται σε καιρούς όπου το μοναδικό πράγμα που απασχολεί τους ανθρώπους είναι τα μπάνια και οι διακοπές. Οι επιστημονικές δραστηριότητες νεκρώνουν το καλοκαίρι.



-Ναι, χωρίς να θέλω, έκλαψα από συγκίνηση ακούγοντας τα λόγια σας. Όμως, παρ’ όλο που το κλίμα ήταν βουτηγμένο στον πόνο και τα δάκρυα, αισθάνθηκα κάποια περίεργα βλέμματα πάνω μου, λες και το κλάμα και η συγκίνηση είναι μονοπώλιο ορισμένων, ενώ οι άλλοι, εμείς, οφείλουμε σκληράδα και αδιαφορία. Έτσι, αναγκάστηκα να συγκρατηθώ. Σκούπισα στα κλεφτά τα μάτια μου και προσπάθησα να επικεντρωθώ στα επαγγελματικά μου καθήκοντα. Συνεχίζοντας όμως να ακούω με ευχαρίστηση, σχεδόν με ηδονή, τα παρηγορητικά και ευαίσθητα λόγια σας.


-Μμ, κάνει ο ψυχαναλυτής που μάλλον υποψιάστηκε πού θα κατέληγε ο νεαρός κοινωνιολόγος.

-Με θυμηθήκατε τώρα; ρωτάει ο Ιάκωβος. Ο επικήδειος που εκφωνήσατε στάθηκε η αφορμή για την σημερινή συνεδρία μας.

-Γνωριζόσασταν;

-Ας πούμε πως τον γνώρισα εγώ, εκείνος όχι. Ήμουν υπεύθυνος τελετής στην κηδεία του. Η οικογένεια μάς εμπιστεύτηκε καθώς στην Θεσσαλονίκη είναι γνωστή η ευσυνειδησία τής επιχείρησής μας. Ασχολήθηκα προσωπικά μαζί του, πέρασα αρκετή ώρα με την φροντίδα του σώματος, το ντύσιμο, την περιποίηση, χρησιμοποίησα όλη μου την γνώση και την τεχνική για ένα καλό αποτέλεσμα. Ήξερα πως ο νεκρός ήταν ψυχαναλυτής. Κι αυτό πολλαπλασίαζε την προσοχή και την ευθύνη μου. Τον αρωμάτισα με την καλύτερη ευωδιά που διέθετα, τον χτένισα και τον ξύρισα άψογα. Έτσι, συγκινησιακά φορτισμένος, ξέσπασα όταν άκουσα τα ζεστά σας λόγια στην εκκλησία. Αλλά, σας είπα, ο επαγγελματισμός δεν επιτρέπει τέτοιες ευαισθησίες. Προφανώς ενόχλησα κάποιους με τα δάκρυά μου. Γι’ αυτό και μαζεύτηκα γρήγορα.


Ο αναλυτής αισθάνεται πολύ περίεργα. Κάτι μέσα του σκιρτάει, νιώθει φιλικά, ως και τρυφερά, για τον νεαρό που έχει απέναντί του, που του διηγείται τις μακάβριες μεν, αλλά συγκινητικές λεπτομέρειες της φροντίδας που έδειξε στον αγαπημένο του νεκρό φίλο. Ξέρει πως, αν αφεθεί, θα δακρύσει κι αυτός τώρα, με τη σειρά του.
Ευτυχώς ο Ιάκωβος τον προσγειώνει στην πραγματικότητα του γραφείου του:


-Όμως η κηδεία αυτή, με όλα όσα σας περιέγραψα, έμελλε να γίνει πάλι αιτία για εφιαλτικές νύχτες και μέρες. Η μυρωδιά και η θέα τού γυμνού σώματος με την νεκρική διάφανη επιδερμίδα, σκάλωσαν στο νου μου. Και την μεθεπόμενη νύχτα είδα πάλι έναν τρομακτικό εφιάλτη που θυμάμαι: 
Είχα κάνει λάθος, λέει, κι αντί για τον συμπαθή γέρο ψυχαναλυτή μπήκα εγώ στο φέρετρο και έριχνα μόνος μου χώματα και πέτρες πάνω μου. Και μετά, βρέθηκε τάχα κι εκείνος μαζί μου μέσα στην κάσα και με παρακαλούσε να τον βοηθήσω να βγει, να αναπνεύσει αέρα ανθρώπινο. Έφτασε να με απειλήσει κι έσφιγγε τα χέρια του γύρω στο λαιμό μου με δύναμη και μανία. Πνιγόμουν! Αλλά λίγο πριν ξυπνήσω άνοιξε το καπάκι με τα χώματα κι εμφανίστηκε η δική σας σωτήρια μορφή. Μας μιλούσατε με λόγια αγάπης, όπως στη νεκρολογία.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι πανικόβλητος. Αν δεν ήταν τρεις τα χαράματα θα σας τηλεφωνούσα τότε. Αλλά περίμενα μέχρι που ξημέρωσε και τότε σας πήρα για να κλείσουμε ραντεβού. 
Ξέρετε όμως ποια μορφή πήρε ο απειλητικός πεθαμένος, δίπλα μου, μέσα στο φέρετρο; Του πατέρα μου! Μάλιστα φορούσε την επίσημη στολή των τελετών με μαύρη γραβάτα και άσπρα γάντια.
Αχ, λέτε να καταφέρω να ξεφύγω ποτέ από τα φέρετρα; Θα ήθελα να ασχοληθώ με τους ζωντανούς, όπως εσείς! Ο θάνατος, που είναι η ζωή τού πατέρα μου, νομίζω πως δεν με αφορά πια, λέει με ένα λυγμό που βγαίνει από βαθειά μέσα του.





Ο ψυχαναλυτής τον κοιτάζει ζεστά. Η ανέλπιστη ερμηνεία τού Ιάκωβου τον ενθουσιάζει. Δεν θα του το πει, αλλά νιώθει πως θα κάνουν καλή δουλειά οι δυο τους στο ταξίδι προς την ελευθερία.
Έτσι τελειώνει η πρώτη συνάντηση. Ο γιος τού νεκροθάφτη σηκώνεται, έχει μιαν αισιοδοξία στα μάτια. Νιώθει σε ασφαλές λιμάνι. Ξέρει πια πως η μοίρα που τον έταξε να φροντίζει τον θάνατο των άλλων του έκανε συγχρόνως κι ένα μεγάλο δώρο. Να του αποκαλύψει τα μυστικά του. Και τα μυστικά του θανάτου έχουν να κάνουν μόνον με τη ζωή. Την τωρινή. Την επίγεια! Κι εκείνος αισθάνεται τώρα προστατευμένος και στη σωστή κατεύθυνση.
 

Έρωτας vs Θάνατος, "ένας ταξιδευτής"…
ο Έρως δεν μεταφράζεται  σε ξένες γλώσσες. Έρως, όταν ξυπνάω αγκαλιά με καλή παρέα, όταν συναντώ αγαπημένους ανθρώπους, όταν πίνω τσάι μόνος ή με φίλους, όταν τρώω λίγη σοκολάτα, όταν προγραμματίζωτο επόμενο ταξίδιμου στο εξωτερικό, όταν καθαρίζω εξονυχστικά το σπίτι μου (υποχόνδρια πράξη), όταν ασχολούμαι με τις τέχνες, όταν εξασκώ ξένες γλώσσες με αλλοδαπούς, όταν περιπαίζουμε το Γιαννάκη με τη Μάτα (χα χα προσωπικό μου παράδειγμα), όταν φιλοξενώ κόσμο στο σπίτι μου και κάνω τα πάντα να φύγουν ικανοποιημάνοι.
ο Θάνατος: death, la mort, όταν ξυπνάω τρομαγμένος (από ένα κουνούπι, απ' το στυγερό ξυπνητήρι, από μια καθημερινότητα που με κυνηγά),
όταν περνάω ώρες μπροστά στον υπολογιστή χωρίς να κάνω ουσιαστικά τίποτα και συνειδητοποιώ πόσο κενά δαπάνησα το χρόνο μου όταν ανεβαίνω στη ζυγαριά, όταν αναγκάζομαι να υποκρίνομαι, όταν κρατάω γεμάτες σακούλες και άδεια ψυχή μετά τα ψώνια, όταν φτιάχνω λίστες με τα Πρέπει των επόμενων ημερών, όταν με προσβάλλουν μπροστά σε τρίτα πρόσωπα, όταν κάνω γυμναστική στο γυμναστήριο και έχει πολύ κόσμο μέσα στο χώρο.
Εγώ είμαι απενοχοποιημένος με το ρόλο της ψυχανάλυσης και της κουβέντας με τον ψυχίατρο νομίζω πως δεν θα μπορούσα ποτέ να ανοιχτώ για μένα και για όσα με απασχολούν μπροστά σε κάποιον ειδικό.  Είμαι κλειστός άνθρωπος, φέρω παρωπίδες και διαφορες προσωπίδες. Ενω είμαι ο καλύτερος ακροατής για προβλήματα φίλων, εγώ δυσκολεύομαι να μιλήσω. Τι θα έλεγε γι' αυτό ο Freud ή ο Αριστοτέλης;