Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Έκλεισε ο κύκλος των Ονείρων…

Αθήνα, 30/05/16
στο Λεξικοπωλείο

Καλησπέρα.
Τελευταία συνάντηση καφέ ψ, για φέτος, στο Λεξικοπωλείο.


Σας είχαμε υποσχεθεί να μιλήσουμε για μια ιδιαίτερη μορφή ονείρου, τον εφιάλτη. Όπως αντιληφθήκατε, ενώ το προγραμματίζαμε για μια από τις προηγούμενες συναντήσεις, το θέμα εφιάλτης έπαιρνε συνεχώς αναβολή. Πράγματι, όπως μου είπε και η πιστή πια θαμών του καφέ ψ Μάρω Αδάμη Καρδαμίτση, «τον εφιάλτη τον ζούμε, δεν χρειάζεται να μιλήσουμε και γι αυτόν».

Τώρα λοιπόν που ο κόμπος έφτασε στο χτένι να ’μαστε μπρος στο εγχείρημα δίχως δυνατότητα αναβολής. Έτσι ο κλήρος έπεσε στον σημερινό προσκεκλημένο μας ζωγράφο, τον Georges Brehier να ακούσει τις σκέψεις και φαντασιώσεις περί εφιάλτη εμπνευσμένες από το έργο που μας εκθέτει γενναιόδωρα και που έχει τίτλο ODE, δηλαδή ωδή.
Ο ζωγράφος  G. Brehier
Δεν ξέρω αν ποτέ είχε σκεφτεί ο ζωγράφος τέτοια τύχη ή ατυχία για το έργο του, του συστήνω ψυχραιμία, και τον προσκαλώ να μας πει δυο λόγια παρουσιάζοντας τον πίνακα.

Ode. έργο του Georges Brehier
    Θέλησα να γράψω μια εισαγωγή στο θέμα του εφιάλτη. Έγραψα λοιπόν λίγες γραμμές. Αλλά στη συνέχεια διάβασα το κείμενο που μας έστειλε ο φίλος Διονύσης Παπακώστας και θεώρησα πως είναι εντελώς κατάλληλο για να ανοίξει την αποψινή συζήτηση.

Το κείμενο του Διονύση Παπακώστα:

ΚΑΦΕ Ψ 4
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
ΜΕΡΟΣ 4ο «Ο Εφιάλτης»

Διονύσης Παπακώστας, συγγραφέας
Μια που οι φετινές συνεδρίες του Καφέ Ψ, με όλα όσα θετικά και ευχάριστα συμπεριλαμβάνουν ―ερωτήσεις, απαντήσεις, σχόλια, αναπτύξεις θέσεων, παρουσιάσεις ζωγραφικών έργων― φθάνουν σήμερα στο τέλος τους, θα ήθελα από καρδιάς να ευχαριστήσω τον οργανωτή τους ψυχαναλυτή και φίλο Γιάννη Βαϊτσαρά, τον σταθερά συμμετέχοντα ψυχαναλυτή Χάρη Μωρίκη και τον φιλόξενο χώρο του «Λεξικοπωλείου», για την ευκαιρία που μου έδωσαν να εκφράσω και εγώ τις σκέψεις μου και να συνταξιδέψω μαζί με όλους στις ψυχαναλυτικές και ζωγραφικές κατασκευές…
Θα ήθελα ωστόσο και τούτη την τελευταία φορά να πω δυο λόγια, να διατυπώσω μιαν άποψη (σημαντική ή ασήμαντη, ποιος ξέρει), πάνω στο αποψινό, το τελευταίο για φέτος θέμα του Καφέ Ψ, το θέμα του εφιάλτη.

Η απειλή, η ανησυχία, το άγχος, η αγωνία, ο φόβος, ο τρόμος, ο πανικός. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ.
Η απειλή, ο φόβος, ο τρόμος, η φοβιστική ονειροεικόνα, οι σκιές, τα απειλητικά σχήματα, ο κατατρεγμός, ο εγκλωβισμός. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ.
Η απειλή, ο φόβος, ο τρόμος, οι απόκοσμοι ήχοι, η φυγή, η απόσταση, η μοναξιά. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ.
Η απειλή, ο φόβος, ο τρόμος, οι γεύσεις, οι μυρωδιές, ο εμετός. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ.
Η απειλή, ο φόβος, ο τρόμος, το άγγιγμα, η ολισθηρότητα, η πτώση. Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ.
Ο Εφιάλτης εν ύπνω, ο εφιάλτης εν εγρηγόρσει, η αγαστή συνεργασία τους για τη δόμηση ενός ολοκληρωμένου εφιάλτη, του υπαρξιακού εφιάλτη, του εφιάλτη της ζωής (μας)…
Η ανακουφιστική αφύπνιση απ’ το εφιαλτικό όνειρο στη γνώριμη συναίσθηση του εαυτού, η επαναφορά της ηρεμίας, ακολουθούμενη από την αντίληψη της υποκείμενης νομοτέλειας υπό την οποία διαβιείς, σταδιακά σε οδηγεί στην επίγνωση, στη γνώση της κατάστασης στην οποία υπόκεισαι, γνώση που με ακρίβεια κάποια στιγμή θα σε οδηγήσει στην απόγνωση, συνειδητοποίηση που φλερτάρει με την ασθένεια και την τρέλα…
Η επικείμενη και πάντα υποβόσκουσα ΑΠΕΙΛΗ!
Ψυχική βιωματική αίσθηση ενεδρεύοντος και ακαταμάχητου κινδύνου, ασθένεια σωματική και πνευματική, ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ!

Το κείμενο του Διον. Παπακώστα διάβασε
ο συγγραφέας Δημήτρης Σουλιώτης
Από πού έρχονται λοιπόν, τι γεννάει τούτα τα αρπακτικά άγρια θηρία που όπως λέει και το όνομά τους (εφιάλτες = επί + άλτες/άλλομαι) πηδούν/εφορμούν επάνω μας και γραπώνουν την ψυχή μας καθιστώντας τη θήραμα και θύμα τους;

Ως πρώτους υποψήφιους δράστες ανάμεσα στους ένοχους, θα ’πρεπε να συγκαταλέξουμε τις λεγόμενες χαρακτηρολογικές ασθένειες αφού, σαν διασαλεύεται του χαρακτήρα η ισορροπία και επικρατούν τα αρνητικά του στοιχεία, ισχυροί, ανίατοι, αξεπέραστοι και διαρκείς εφιάλτες γεννιούνται που βιώνονται εν εγρηγόρσει και στην καθημερινότητά μας.
Πρόκειται για τους γνωστούς και από την ηθογραφία παθολογικούς χαρακτηρολογικούς τύπους:
του εγωκεντρικού, του νευρικού, του νάρκισσου, του φιλάργυρου, του ζηλόφθονου, του μίζερου, φοβικού και ηττοπαθούς, του αλαζονικού, κακεντρεχούς και μοχθηρού και όποιου άλλου ανάλογης ποιότητας ψυχικού συμπλέγματος…
που καταφέρνουν να στοιχειώνουν το θύμα τους και να τυραννούν τους συμβίους του για μια ολόκληρη ζωή…
Ακολουθεί στη συνέχεια μια ατέλειωτη αλυσίδα από εφιάλτες, που εισβάλλουν σταθερά και απ’ όλες τις μπάντες στο ονειρικό μας ασυνείδητο και στη συνειδητή ζωή μας:
Εφιάλτες γεννημένοι και χρωματισμένοι από την ενοχή για κάτι που πράξαμε συνειδητά ή ασυνείδητα. Είναι οι Ερινύες που μας καταδιώκουν, οι τύψεις που μας πλήττουν, οι ενοχές και η φωνή της συνείδησης. Εφιάλτες που μάς κατατρύχουν, συμπυκνώνονται, σχηματοποιούνται, εικονοποιούνται κατά ποικίλους τρόπους ή αναπτύσσονται και αποκαλύπτονται μέσα στα περιεχόμενα μιας ψυχικής μυθολογίας ή μορφοποιούμενοι ως παραισθήσεις.
Εφιάλτες προερχόμενοι από κοινωνικές επιταγές, από το πλούσιο ρεπερτόριο κανόνων συμπεριφοράς, ρυθμιστικών οδηγιών και επιβολών στη συνείδησή μας, στη σκέψη μας, στη βούλησή μας, στους ίδιους τους φόβους μας ακόμη…
Εφιάλτες που γεννά η βία, η απειλή και ο φόβος της εξουσίας, η καταστροφή και ο πόνος.
Εφιάλτες που τις εφιαλτικές παραστάσεις τους έχει σπείρει και καλλιεργήσει η θρησκεία, η πύρινη ρομφαία, η κόλαση, τα γεμάτα κατράμι καζάνια της, η αδέκαστη και ανηλεής τιμωρία.
Εφιάλτες υπαγορευμένοι από την εξαναγκαστική υποταγή μπροστά στα αναντίρρητα ψυχρά και ρεαλιστικά δεδομένα.
Εφιάλτες λαογραφικού τρόμου που πολιορκούν ψυχή και νου με προλήψεις και προκαταλήψεις, το δέος απέναντι στη μαγεία, το σκοτάδι και τα φαντάσματα, ο φόβος της κακογλωσσιάς και της γρουσουζιάς, η μαύρη επήρεια από τα στοιχειώματα και την αρνητική ενέργεια.
Εφιάλτες γέννημα θρέμμα της οικογένειας και των γονέων, που πηγάζουν από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια, την παρανόηση, τη λεγόμενη υπερπροστασία, την ανομολόγητη και συχνά κρυπτόμενη υπό το πέπλο της αγάπης, εξουσιομανία.
Εφιάλτες σχολικοί που ταλαιπωρούν την παιδική ηλικία και εφιάλτες των ενηλίκων βγαλμένοι από τους ψυχικά πνιγηρούς και αλλοτριωτικούς χώρους εργασίας.
Και, για να θυμηθούμε την περιβόητη ρήση του Σαρτρ «οι άλλοι είναι η κόλασή μου», εφιάλτες που αφορούν τη συνύπαρξη με τον άλλο, εφιάλτες που καταδεικνύουν το πλήρες αδιέξοδο, αφού άνθρωπος χωρίς άνθρωπο δεν κάνει αλλά και άνθρωπος με άνθρωπο δεν κάνει παρά μόνο αν τηρεί τις «αμοιβαίες υποχωρήσεις» με όλα όσα αυτές συνεπάγονται ως αντίτιμο…

Κι όμως ο εφιάλτης δεν παύει να είναι αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία, για τον κινηματογράφο, για την καλλιτεχνική φωτογραφία. Διεισδύει στην αφήγηση, μορφοποιείται στην εικόνα, πλάθεται δημιουργικά απ’ όλες τις μορφές τέχνης. Εμπερικλείει το ανοίκειο αλλά εξίσου και το οικείο!
Στο χώρο της αρχιτεκτονικής αίφνης προβάλλει ο ανοίκειος χώρος, το ανησυχητικά ελκτικό εβραϊκό μουσείο του ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, έργο του Αμερικανο-πολωνού αρχιτέκτονα Ντάνιελ Λίμπεσκιντ.
Γιατί έλκεται η ανθρώπινη ψυχή από το ανοίκειο και τον εφιάλτη; Πώς θα ερμηνεύαμε τούτη την παραδοξότητα, και μάλιστα την ώρα του ύπνου, να γεννιούνται εφιάλτες και να μας αλαφιάζουν; Τι γεννά μες στη σωματική ανάπαυση το φόβο και την αγωνία;
Να ’ναι επαρκής η εξήγηση πως ίσως νιώθουμε απροστάτευτοι όντας στην κατάσταση του ύπνου; Μήπως τα ψυχικά βήματα προς τον φόβο τα οδηγεί μοιραία του θανάτου η ενόρμηση;
Μήπως άραγε ο ίδιος ο φόβος δημιουργεί ηδονή; Ή μήπως και η ηδονή ακόμη πηγάζει από τον φόβο; Κι αν το κυρίαρχο εγώ επίμονα αναζητά να βιώσει την ηδονή του φόβου, του θανάτου, του ανοίκειου, του εφιάλτη, ζώντας την ποικιλόμορφα μες στα όνειρά του;


Ως κατακλείδα όλης αυτής της ενασχόλησης σχετικά με τις ψυχαναλυτικές κατασκευές επ’ αφορμή του ζωγραφικού έργου, την ερμηνεία των ονείρων και τους εφιάλτες που όλοι βιώνουμε, θα μοιραστώ μαζί σας ένα άτιτλο αφήγημά μου, εκφραστικό του υπαρξιακού μου εφιάλτη ή σαφέστερα, του εφιάλτη της ζωής μου.
Είναι το πρώτο από τα «ΠΕΝΤΕ ΚΕΙΜΕΝΑ» που εξέδωσα από τις εκδόσεις ΡΟΠΤΡΟΝ το 1991 και ευτύχησε να βρει την εικαστική του ερμηνεία στο έργο ‘ΣΙΩΠΗ’ (λάδι 120/80εκ.) που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Νικόλας Κληρονόμος και εξετέθη στη «Γκαλερί 7» το Δεκέμβρη του 1991.


Ευχαριστώ τον Ιλαρίονα Κόμη
Για την επιμέλεια του κειμένου

                                                            Διονύσης Παπακώστας, Μάιος 2016

Ο ψυχαναλυτής Χάρης Μωρίκης





Πριν ακούσουμε το καθιερωμένο διήγημα, να μερικές σκέψεις που θα τροφοδοτήσουν την κουβέντα μας:

Η αρχή του ονείρου είναι ασαφής. Υποτίθεται πως λέω στη γυναίκα μου πως έχω ένα νέο για κείνη, κάτι πολύ ιδιαίτερο. Εκείνη τρομάζει και δεν θέλει να ακούσει. Την διαβεβαιώνω πως, αντίθετα, είναι κάτι που θα την ευχαριστήσει, και αρχίζω να της διηγούμαι πως ο Σύνδεσμος αξιωματικών στον οποίο ανήκει ο γιος μας έστειλε ένα ποσόν πέντε χιλιάδων σαν αποζημίωση ή σαν μέρισμα.
Ακολουθεί αλλαγή τόπου, που, όπως συνήθως, δηλώνει μετατόπιση στον χρόνο.
Συγχρόνως περνώ μαζί της σε ένα μικρό δωμάτιο, σαν αποθηκάκι, για να βρω κάτι. Ξαφνικά, εμφανίζεται ο γιος μου, που δεν φοράει στολή αλλά ένα εφαρμοστό αθλητικό ρούχο, με μικρή κουκούλα. Ανεβαίνει σε ένα πανέρι που βρίσκεται δίπλα σε ένα κουτί, σαν να προσπαθεί να τοποθετήσει κάτι στο κουτί. Τον φωνάζω, δεν απαντά. Μου φαίνεται πως το πρόσωπο ή το μέτωπο είναι καλυμμένο με επιδέσμους. Κάτι τακτοποιεί μέσα στο στόμα του, βάζει κάτι μέσα. Τα μαλλιά του έχουν γκρι απόχρωση. Σκέφτομαι: να είναι εξασθενημένος; Φοράει άραγε μασέλα;
Η συνέχεια του ονείρου που συνεχίζεται μετά το ξύπνημα, φέρει τα σημάδια του εφιάλτη:
Πριν μπορέσω να τον ξαναφωνάξω, ξυπνώ δίχως αγωνία, αλλά με δυνατούς χτύπους της καρδιάς. Το ξυπνητήρι δείχνει δύο και μισή.

Αναγνωρίσατε ίσως το όνειρο του γιου που περιγράφει ο Σίγκμουντ Φρόιντ στην Ερμηνεία των Ονείρων.

Αυτό το όνειρο του Φρόιντ δείχνει πώς η εργασία του ονείρου χρησιμοποιεί κατάλοιπα μιας επίπονης αναμονής της προηγούμενης μέρας: ο γιος αξιωματικός είναι στο μέτωπο και οι γονείς δεν έχουν νέα του για πάνω από εβδομάδα. Το όνειρο έρχεται να αντικαταστήσει τις επώδυνες σκέψεις με ένα χαρούμενο νέο. Αλλά αυτή η προσπάθεια αποτυγχάνει. Κι όμως το όνειρο φαίνεται να συνεχίζεται λίγο έως τη στιγμή του ξυπνήματος, χωρίς αγωνία, αλλά με δυνατούς καρδιακούς χτύπους.
Ο Φρόιντ σημειώνει: το ξυπνητήρι δείχνει δυο και μισή. Αυτή η σημείωση είναι εντελώς μέρος του ονείρου, καθώς ο Φρόιντ το συμπεριλαμβάνει στο κείμενο. Το ξύπνημα και οι χτύποι της καρδιάς αποτελούν μέρος των υλικών του ονείρου.
Στους συνειρμούς που δίνει ο Φρόιντ γύρω από το όνειρο, παρακολουθούμε μια μεταξύ άλλων μια επιστροφή στην παιδικότητα. Θυμάται ένα γεγονός της παιδικής του ηλικίας:

Ένα ατύχημα μου συνέβη όταν ήμουν δυο-τριών ετών. Ανέβαινα πάνω σε ένα σκαμπό στο αποθηκάκι για να πάρω ένα γλύκισμα που βρισκόταν σε ένα κουτί ή σε τραπέζι. Το σκαμπό αναποδογύρισε και με την γωνιά του με χτύπησε στην κάτω γνάθο.
Σαν μια τιμωρία, ένα «καλά να πάθεις», μια αυστηρή κίνηση εναντίον του καλού στρατιώτη.

Δείχνει λοιπόν ο Φρόιντ (με την ζήλια εναντίον της νεότητος), την κρυφή επιθυμία που ο φόβος του θανάτου του γιου του μπορεί να ικανοποιήσει. Η τιμωρία θα ήταν αυστηρή. Πράγματι.
Το όνειρο, το σώμα και η ανάμνηση είναι πλεγμένα εδώ σαν σε υφαντό. Δυο και μισή, ώρα και ηλικία, συμπίπτουν σε μια επικαιροποίηση της παιδικότητας στο όνειρο, το οποίο δεν γνωρίζει την έννοια του χρόνου. Και απ’ την άλλη, η γνάθος, όπου σύντομα θα διαγνωστεί ο καρκίνος απ’ τον οποίο θα υποφέρει ως το τέλος της ζωής του.
Το όνειρο αυτό εκπλήρωσε τον αγχολυτικό του στόχο, καθώς
μετέτρεψε την κακή σκέψη της προηγούμενης μέρα σε ένα καλό νέο και ο ονειρευόμενος ξύπνησε δίχως αγωνία. Κι όμως το όνειρο δεν αποδείχθηκε φύλακας του ύπνου, όπως υποστηρίζει ο Φρόιντ, καθώς ξυπνάει μέσα στη νύχτα με δυνατούς καρδιακούς χτύπους.

Άρα κάτι λείπει.
Οι χτύποι της καρδιάς δείχνουν συμμετοχή του σώματος που φαίνεται να είναι το χαρακτηριστικό του εφιάλτη.
Παρ’ όλο που ο Φρόιντ ήταν σίγουρος πως θα πέθαινε από καρδιακό πρόβλημα, δεν αποδίδει σε κάτι τέτοιο τους δυνατούς χτύπους. Ούτε επίσης οφείλονται στην αγωνία. Άρα τι είναι; Και η περίφημη επιθυμία που πραγματοποιείται στο όνειρο, ποια είναι;

Η θεωρία περί του ονείρου-εφιάλτη για το οποίο ο Φρόιντ ήθελε να αποφύγει την ασάφεια που το περιβάλει μένει μετέωρη.



Κάνοντας κάποιες σκέψεις για τον εφιάλτη, σκέφτηκα πως ένας σκοπός του είναι να επιτρέπει την ανάμνηση. Σπάνια ξεχνούμε τους εφιάλτες μας. Συχνά ανοίγουν δρόμους για συνδέσεις ανάμεσα στην ανάμνηση και το σώμα, την αγωνία της ύπαρξης τον τρόμο του θανάτου.

Διότι, το κλειδί είναι ο θάνατος, όπως εύστοχα ακούσαμε στα λόγια του Διονύση Παπακώστα.
Όταν η ένταση του πόνου και η αγωνία απειλεί την ακεραιότητα του σώματος, ο άνθρωπος ψάχνει απάντηση στο μυστήριο του εφιάλτη. Ψάχνουμε ένα νόημα σ’ αυτά τα όνειρα που μας κάνουν να υποφέρουμε. Και στην ψυχανάλυση, καταλήγουμε πάντα να ανιχνεύουμε τις συνδέσεις ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό, να αναζητούμε τις διάφορες τροχιές της ενόρμησης. Πρόκειται πάλι για κινητοποίηση της ενόρμησης, εργασία δύσκολη και περίπλοκη, μέχρι να φτάσει ο συνειρμός στο αρχαϊκό, στο αρχέγονο.
Σκοπός της ανάλυσης είναι να δοθεί η ευκαιρία στον άνθρωπο, μιλώντας, να αναγνωρίσει τα όνειρα και τους εφιάλτες του κι όχι να τους υφίσταται. Έως ότου το αρχέγονο, το αρχαϊκό πάψει να φοβίζει. Διότι αυτό είναι που συνδέει το άτομο με το ανθρώπινο είδος.





Το διήγημα

Το καφέ ψ

Αν και πέρασε καιρός θυμάται σαν να ’ναι τώρα με πόση ταραχή είχε ξυπνήσει εκείνο το πρωί:

Ωχ, να δεις τι έβλεπε στον ύπνο του!
Εφιάλτης ήταν σίγουρα, γιατί ξύπνησε κάθιδρος και με ταχυπαλμία, ίσως να έβγαλε και μια ασυνείδητη κραυγή. Πάντως, ευτυχώς η γυναίκα του δεν πήρε χαμπάρι, απλά γύρισε πλευρό και τον αγκάλιασε.
Ναι, πρέπει να ήταν ένα τρομακτικό όνειρο, άγριο. Τα ρουθούνια του είναι μπουκωμένα, το κεφάλι του βουίζει, στα μάτια του ακόμα κυριαρχεί το κόκκινο, κόκκινο της φωτιάς. Φωτιά ναι, κόκκινη, απειλητική φωτιά, πυρκαγιά.
Ανακάθεται στα μαξιλάρια παραμερίζοντας με προσοχή το μπράτσο της Έλλης του, σκουπίζει το μέτωπο, θέλει να καπνίσει.
Τι παράξενο! Ο Φωκάς καπνίζει τόσο σπάνια, καμιά φορά, έτσι, με το καφεδάκι και το βιβλίο, όταν απολαμβάνει το πρωινό στο καφενείο...

Νάτο! Το καφενείο! Το θυμήθηκε! Πυρκαγιά ήταν! Είχε λαμπαδιάσει τάχα το αγαπημένο του στέκι. Είχε πάρει φωτιά κι εξανεμιζόταν στις στάχτες το καφέ ψ. Το λατρευτό του, το ανεπανάληπτο καφέ ψ. Η ονειρεμένη γωνιά της πλατείας Ναυαρίνου με τις ξύλινες, σκαλιστές οροφές και τις μεγάλες τζαμόπορτες που βλέπουν τον ήλιο και τις ομορφιές της πόλης του, είχε παραδοθεί στις φλόγες!

Το είχε ανακαλύψει πριν μερικά χρόνια περιδιαβαίνοντας το κέντρο, ένιωθε ακόμα λιγάκι ξένος, τότε, στον τόπο αυτόν. Αρχικά, τον είχε ελκύσει η ανοιχτωσιά του. Μεγάλα γενναιόδωρα ανοίγματα προς τις ανασκαφές του παλατιού του Γαλέριου,  που ανάδειχναν εντυπωσιακά την αίγλη του ρωμαϊκού παρελθόντος. Από κει που καθόταν συνήθως, φαινόταν η αίθουσα του θρόνου και τα δρομάκια τα πλινθόκτιστα με τις θολωτές αλέες και τα πλακόστρωτα. Του Φωκά τού άρεσε να κοιτάει και να ονειρεύεται τη ζωή μέσα τους, ανθρώπους άλλων εποχών να φουρφουρίζουν και να κουβεντιάζουν, ακόμα και να κοιμούνται ή να παίρνουν ηδονικά το λουτρό τους.
Για φαντάσου, σκεφτόταν, όλοι αυτοί οι χώροι, οι ιδιαίτεροι, οι προσωπικοί, τώρα χάσκουν έκθετοι στο φως και στα μάτια των τουριστών. Και στα δικά του, βέβαια, προς μεγάλη του τέρψη!
Εκτός απ’ την εξαιρετική του τοποθεσία όμως, το καφέ ψ διέθετε ένα καλαίσθητο και υποβλητικό εσωτερικό. Είχε «μια κάποιαν εσωτερικότητα» θα έλεγε εκείνος, που του αρέσει να χρησιμοποιεί λέξεις κάπως πιο «ψαγμένες», πιο ασυνήθιστες.
Το σκουρόχρωμα ξύλο επικρατούσε, φυσικά. Οι καρέκλες ήταν βιενέζικες, τα τραπεζάκια μαρμάρινα με πολύχρωμες κρυστάλλινες λάμπες, στο δάπεδο τερακότα. Εννοείται πως όταν ο Φωκάς απολάμβανε τον καφέ του, είχε μια μικρή αίσθηση της εποχής του Φρόιντ, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά. Παράγγελνε λοιπόν το καφεδάκι του, βιενουά κατά προτίμηση, άναβε κι ένα τσιγάρο πριν βγάλει βιβλίο, τετράδιο και μολύβι, πολύτιμα αντικείμενα που μονίμως κουβαλούσε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του.

Μα περισσότερο απ’ όλες τις αρετές του ήσυχου καφενείου τον γοήτευε το όνομα: καφέ ψ. Όταν το πρωτοδιάβασε στην πρόσοψη η καρδιά του πετάρισε. Αυτόματα σκέφτηκε πως το μπιστρό αυτό άνοιξε για χάρη του, πως προοριζόταν δικαιωματικά και αδιαπραγμάτευτα σε κείνον. Τι πιο κατάλληλο όνομα για το στέκι ενός ψυχαναλυτή; Στις πιο τολμηρές φαντασίες του δεν θα μπορούσε να ελπίσει καλύτερη και πιο ταιριαστή επιγραφή κάτω απ’ την οποία θα ευχαριστιόταν να καλλιεργεί την σκέψη και την δημιουργικότητά του, μέσα στην χαλαρή ατμόσφαιρα του καφέ και των ανθρώπινων συναντήσεων της καθημερινότητας!
Βέβαια, όταν έκανε τη βλακεία (απερίσκεπτα ρώτησε?) να ρωτήσει για την προέλευση τής ονομασίας, απογοητεύτηκε τόσο, που, για να είναι ειλικρινής, δεν θυμάται καλά-καλά την απάντηση.
Επρόκειτο πάντως για αρχικά ονόματος που συνέθεταν το σύνθετο γράμμα Ψ: Πι σίγμα και γιώτα. Ένα ανόητο όνομα, πατρώνυμο και επίθετο, κάτι σαν Παναγιώτης, Σταύρου ή Σπύρου, Ιωαννίδης ή Ιακωβίδης, κάτι τέτοιο, δεν θυμάται, πάντως η εξήγηση ισοπέδωνε δραματικά την φαντασίωση του Νικηφόρου Φωκά που είχε οργιάσει με το ψ της ψυχανάλυσης και των ψυχολογικών αγαπημένων του υποθέσεων.

Η ουσία είναι πως με τον καιρό είχε για τα καλά ενσωματωθεί στην πελατεία του καφέ ψ, είχε πια γίνει μία από τις μόνιμες συμπαθείς φιγούρες της αίθουσας.
 «Vous fêtes partie des meubles”[1] του είχε πει κάποτε η Γαλλίδα σερβιτόρα που, αν και γλυκύτατη, τον είχε εκνευρίσει ελαφρώς μ’ αυτό το κάπως υποτιμητικό της σχόλιο.
Σημειωτέον, ποτέ δεν συνδέθηκε φιλικά με τους άλλους θαμώνες, προτιμούσε την εσωτερικότητα και την παρατήρηση, περιοριζόταν στην αισθαντική οπτική και φαντασία που διέθετε για τους άλλους και για τη ζωή τους, όπως για τα μεγαλόπρεπα απομεινάρια του παλατιού του Γαλέριου.
Μεταξύ μας, όλοι οι θαμώνες του καφέ ψ ήταν λίγο-πολύ ιδιαίτεροι και αινιγματικοί τύποι. Μόνοι, ή σε μικρές παρέες, έδιναν την εντύπωση πως προσγειώθηκαν εκεί από άλλον πλανήτη, πνευματικό, καλλιτεχνικό, ιδανικό, σχεδόν ανύπαρκτο για τα δεδομένα της εποχής μας. Αυτό έδινε στον χώρο μια ελευθερία σκέψης, οι κουβέντες που άκουγες σε ταξίδευαν σε τόπους άγνωστους και ελκυστικούς. Σπάνια το θέμα συζήτησης ήταν η επικαιρότητα, τα βλέμματα των ανθρώπων είχαν βάθος και περιεχόμενο, τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει ο Νικηφόρος. Το σύνολο είχε γίνει απαραίτητο πια στον ψυχαναλυτή Φωκά, το θεωρούσε σαν μια προέκταση του χώρου τής κύριας εργασίας του, πίσω από το ντιβάνι.

Αυτό λοιπόν το αναζωογονητικό και ψυχοθεραπευτικό του κατάλυμα καιγόταν, στον ύπνο του, απόψε. Η φωτιά είχε κατακλύσει, λέει, το εσωτερικό του καταστήματος, η μεγάλη βιτρίνα ήταν ολόκληρη κόκκινη. Ένα χρώμα που ανησυχεί, που αναστατώνει, αλλά και που ελκύει.
Πλησίασε αναστατωμένος το τζάμι που έτριζε από την πυρακτωμένη κόλαση. Παρατήρησε τότε πως στην κατακόκκινη επιφάνεια του υαλοπίνακα σχηματιζόταν ένα αόριστο πρόσωπο, σαν οπτασία, και, προσέχοντας καλύτερα, είδε στη μέση του μια τρυπούλα, μιαν οπή, σαν ένα μάτι που σε προσκαλεί να δεις.
Τρύπα, μάτι; Τι είναι τούτο; Κατευθείαν στο μυαλό του Φωκά έρχεται η λέξη Ιούδας, judas αποκαλούν οι Γάλλοι την τρυπούλα στην πόρτα που επιτρέπει να δεις ποιος χτυπάει το κουδούνι σου. Ιούδας, προδοσία, ποιος πρόδωσε τι; Ποιο χέρι, ρίχνοντας μπουρλότο, πρόδωσε το αγαπημένο του καφέ, τον χαλαρό πνευματικό του παράδεισο ελευθερίας;
Καθώς όλο αυτό συνέβαινε μέσα σε μιαν απόλυτη ερημιά από ανθρώπινη ύπαρξη, δεν δίστασε να κολλήσει το μάτι του στην τρύπα, σαν τον πρώτο τυχόντα οφθαλμολάγνο που δεν ντρέπεται να κρυφοκοιτάξει στις κλειδαρότρυπες.
Αρχικά είδε κάτι σαν νούμερο, ένα αμφίβολο 073, σιγά σιγά όμως η εικόνα μεγαλώνει, και σαν το νούμερο να είναι γραμμένο σε μια καμινάδα, η εικόνα μεγαλώνει κι άλλο, ναι, είναι καμινάδα, φουγάρο ενός πλοίου που αρμενίζει αμέριμνα...
Ένα υπερωκεάνιο! Που σχίζει τα φλεγόμενα κύματα δίχως τρόμο, σίγουρο, σταθερό, αποφασισμένο. Τριγύρω φλόγες κι αποκαΐδια. Το καφέ ψ ήταν παραδομένο στην μανία και το μένος κι ο τρόμος του Φωκά θέριευε μήπως τα κύματα-φλόγες καταβροχθίσουν αύτανδρο το ανυποψίαστο καράβι.

Δεν μπορεί να ξανακοιμηθεί. Στριφογυρίζει στο κρεβάτι προσπαθώντας να καταπνίξει την επιθυμία του να καπνίσει. Την αναβάλει για αργότερα. Τότε που, όταν με το καλό ξημερώσει, θα πάρει τη θέση του στο καφέ ψ. Ελπίζει πως, ως τότε, η πυροσβεστική δύναμη της επεξεργασίας του ονείρου του να έχει αποκαταστήσει πλήρως την κατάσταση και να απολαύσει το σπάνιο τσιγάρο του γράφοντας την νυχτερινή εφιαλτική εμπειρία, επιχειρώντας μια προσπάθεια ανάλυσης του ονείρου του.

Πράγματι, με την πρώτη ρουφηξιά, οι λέξεις άρχισαν να τρέχουν στη σελίδα. Η πρώτη σκέψη ήταν η καλοπροαίρετη μα άκομψη παρατήρηση της γκαρσόνας, Vous fêtes partie des meubles. Αντιλαμβάνεται τον πανικό τού εφιάλτη, διότι αν όντως ίσχυε αυτό στην κυριολεξία, θα είχε αφήσει την τελευταία του πνοή καμμένος, όπως όλη η βιενέζικη επίπλωση του καταστήματος και μαζί της η ψυχαναλυτική ατμόσφαιρα.
Όχι, ο Φωκάς δεν είναι έπιπλο, είναι κομάτι της ψυχής τού καφέ ψ. Ζωντανό ταξιδιάρικο πνεύμα, σαν το υπερωκεάνιο με το φουγάρο νούμερο 73. Ε, ναι, τώρα το συνειδητοποιεί, αυτός είναι το πλοίο, η δική του χρονολογία γέννησης είναι γραμμένη στην καμινάδα. Κόντρα σε κάθε αντιξοότητα, σε κάθε τρικλοποδιά της ζωής και των ανθρώπων, αγωνίζεται να κολυμπήσει στα βαθιά, να διασχίσει τις φωτιές που ανάβουν τα μπουρλότα των εχθρών.
Εκείνος, όσο αναπνέει, θα υποστηρίζει τα ψ της ζωής του, κι ανάμεσα σ’αυτά, το καφέ ψ, που αγαπάει και φροντίζει. Διότι ο χώρος αυτός τον ελευθερώνει από την μονότονη καθημερινότητα του ψ γραφείου του. Του δίνει την ευκαιρία να σκεφτεί αλλιώς την ψυχανάλυση, στο φως της μέρας, παρέα με τον καφέ και το τσιγάρο του, κοντά στους θαμώνες με τα ανήσυχα βλέμματα.
Πριν κλείσει το σημειωματάριο, η γαλλίδα σερβιτόρα τον ξάφνιασε:
Bonjour mosieur Focas, του λέει και του συστήνει  τον φίλο της, έναν Γάλλο ζωγράφο, που είχε πρόσφατα ανακαλύψει τη γοητεία του καφέ ψ. Φωκάς και ζωγράφος ταίριαξαν και σύντομα άναψε η συζήτηση περί σχέσης ζωγραφικής και ψυχανάλυσης.

Η κουβέντα εκείνη είχε κρατήσει πολύ, και διακόπηκε μόνον όταν πλησίαζε η ώρα των επαγγελματικών ραντεβού του Νικηφόρου Φωκά. Ο χρόνος άρκεσε όμως για να διηγηθεί ο ψυχαναλυτής τον εφιάλτη του στο ζωγράφο, ιδέα καταπληκτική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων: Το αποτέλεσμα, λάδι σε μουσαμά, κοσμεί έκτοτε τον τοίχο του καφέ ψ, δίχως κανείς να ξέρει την ιστορία της πυρκαγιάς. Καλύτερα όταν δεν ξέρεις, σκέφτεται ο Νικηφόρος, φέρνοντας στη μνήμη του την απογοήτευση που είχε αισθανθεί με τα αρχικά που συνθέτουν το όνομα του καφέ ψ. 

Ο ψυχαναλυτής Χάρης Μωρίκης που συμμετείχε στο φετινό καφέ ψ.

Ευχαριστίες:
Στο Λεξικοπωλείο για την ζεστή φιλοξενία.
Στον εκλεκτό συνάδελφο Χάρη Μωρίκη για την συμμετοχή του στο φετινό καφέ Ψ.
Στους αγαπητούς ζωγράφους που γενναιόδωρα μας δάνεισαν τα έργα τους.
Στον Διονύση Παπακώστα για την συμμετοχή με τα κείμενά του.
Στον Νίκο Ζωιόπουλο για τις φωτογραφίες.
Και σε όλους τους θαμώνες του καφέ Ψ για την πιστή και πλούσια παρουσία και συμμετοχή τους.
Θα βρεθούμε πάλι στη νέα σχολική χρονιά. Καλό καλοκαίρι!
Γιάννης Βαϊτσαράς






[1] Μετάφραση: Είστε πια μέρος της επίπλωσης, μόνιμη, σταθερή παρουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου