Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Οικία Κατακουζηνού: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ και ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ (1)

Η αρχιτεκτονική και η ψυχανάλυση έχουν κάποιες αναλογίες, κατά τη γνώμη μου. Οι κυριότερη είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για «σκέψη πάνω στην δημιουργία». Πρόκειται για μεταφορά και κατασκευή νοήματος. 
Επίσης και οι δύο κινούνται σε ένα χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στην επιστήμη την θεωρία την τέχνη και την πρακτική.
Στην αρχιτεκτονική, όπως και στην ψυχανάλυση, επικρατεί μία διαλεκτική δραστηριότητα που λίγο-λίγο οδηγεί σε μια αναπαράσταση αυτού που ως τότε ήταν απροσδιόριστο,  ασύλληπτο και ασαφές. Για παράδειγμα, η αρχική ιδέα, το αρχικό σκίτσο τού αρχιτέκτονα μετατρέπεται σε κάτι συγκεκριμένο και συνειδητό, σε κατασκευή. Όπως  στην ψυχανάλυση ο ελεύθερος συνειρμός θα μετατρέψει το ασυνείδητο, η ένα τμήμα του, σε συνειδητό.
Κάτι άλλο κοινό είναι πως και στα δύο πεδία υπάρχει σύμπλευση ανάμεσα στην θεωρία και την πρακτική. Η αρχιτεκτονική όπως και η ψυχανάλυση, ουσιαστικά δεν διδάσκονται στα αμφιθέατρα. Χρειάζεται συγχρόνως το σχεδιαστήριο στη μία περίπτωση, και το ντιβάνι στην δεύτερη. 
Η θεωρία θα υποστηρίξει την πρακτική και η πρακτική θα εμπλουτίσει την θεωρία (1).

(1)
Βλ. 
Άρης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, 
Για την Αρχιτεκτονική, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2017

Κώστας ΤΣΙΑΜΠΑΟΣ, 
Αμφίθυμη Νεωτερικότητα, Επίκεντρο, 2017

Παρά τις διάφορες όψεις, τις τομές, τις κατόψεις, τα προοπτικά και αξονομετρικά σχέδια που εμφανίζονται λεκτικά μέσα στις συνεδρίες, το δημιούργημα της ψυχοθεραπείας δεν έχει την πραγματική υπόσταση του αρχιτεκτονήματος διότι αφορά την άυλη, την ψυχική πραγματικότητα του ανθρώπου, και άρα ξεφεύγει από τον λογικό έλεγχο, από τον προγραμματισμό.
Να όμως που ξανασχεδιάζοντας τις κατόψεις και τις τομές τής ψυχής του πάνω στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, εμφανίζονται στοιχεία του πραγματικού δομημένου περιβάλλοντος όπου μεγάλωσε ο άνθρωπος που ανακαλύπτει αποσυρμένες μνήμες. Μνημονικά απομεινάρια αρχιτεκτονικών στοιχείων μπλέκονται με τις αναμνήσεις των συναισθημάτων στις προβολές των συνεδριών.



Το «μέσα και το έξω» 

Εδώ, στον χώρο που βρισκόμαστε, τηρουμένων των αναλογιών, το έξω συναγωνίζεται το μέσα, σε μνήμη, σε ιστορία, σε κάλλος. Οι σχεδόν γυάλινοι τοίχοι που τα χωρίζουν, και η ενδιάμεση βεράντα, παίζουν τον σοβαρό συνδετικό τους ρόλο. Αυτά που έζησε αλλά και ζει το εσωτερικό τούτου του σπιτιού είναι αναπόσπαστα δεμένα με την ιστορία του τοπίου αυτού. Η εμβληματική θέα είναι φορτωμένη ιστορία, μνήμη, τραύμα, σύμβολα, είναι αδύνατον να είσαι μέσα δίχως να σκέφτεσαι το έξω με την πραγματικότητα και το βάρος του, δίχως να συνδέσεις το παρόν με το παρελθόν. Πολύτιμη διεργασία. Διότι, το ξέρουμε πια, όποιος αγνοεί το παρελθόν του, είναι αναγκασμένος να το επαναλαμβάνει.



Το «μέσα και το έξω» (καθώς και οι συνδέσεις ανάμεσά τους) είναι ένα προσφιλές θέμα στους αρχιτέκτονες αλλά και στους ψυχαναλυτές. Νομίζω πως είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και πρέπει να απασχολεί και τους δυο αυτούς επαγγελματίες. 
Πού βρίσκεται και τι μορφή έχει η γραμμή που διαχωρίζει την ιδιωτική σφαίρα ζωής από την ημιδημόσια και την δημόσια σφαίρα; 

Πού βρίσκεται αλήθεια αυτό το όριο στα σπίτια που ζούμε; Την πετυχαίνουμε άραγε ποτέ την πολυπόθητη ιδιωτικότητα στα αρχιτεκτονήματα που κατοικούμε;
Ο νους μου πάει σε κάποια συμπτώματα που επεξεργάζονται οι ασθενείς στο γραφείο μου αναζητώντας τις αιτίες στα βάθη του ασυνείδητου.  
Όταν ο άνθρωπος-παιδί δεν είχε χώρο να κρύψει τα «ανομολόγητα» θα αναγκαστεί να τα καταχωνιάσει πολύ βαθιά, να τα θάψει στα υπόγεια, άγνωστα σκοτάδια του ασυνείδητου. 
Απ’ όπου, όταν έρθει η ώρα να τα ανασύρει, στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, θα δυσκολευτεί. Οι ψυχικές κρύπτες είναι πολύ πιο δύσκολα προσβάσιμες απ’ τα κατώγια ή τα ανώγεια των πέτρινων πατρικών σπιτιών με τους χοντρούς τοίχους.

Η ψυχικοποίηση του χώρου

Ας θεωρήσουμε έναν χώρο. Με το εμβαδόν και τον όγκο του, με τις τρεις διαστάσεις του,
μήκος, πλάτος, ύψος. Το ανθρώπινο μάτι αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του χώρου, ο εγκέφαλος την κατανοεί, την εκτιμά, τόσο μήκος τόσο πλάτος, τόσο ύψος.... 
Όμως ο άνθρωπος, πλην του εγκεφάλου και των αισθητήρων, διαθέτει επίσης ένα άλλο αθέατο όργανο που συνοδεύει την αντίληψη του χώρου. Το όργανο αυτό είναι ο ψυχισμός. 

Το ψυχικό όργανο θα ενεργοποιηθεί μπροστά σε κάθε αισθητικό ερέθισμα και θα συνοδεύσει την αντίληψη. Ο χώρος που βλέπουμε λοιπόν, θα χρωματιστεί με ψυχικές μπογιές. Η αίσθηση θα συνοδευτεί με όλα τα σύνθετά της. Αίσθηση και διαίσθηση, αίσθημα και συναίσθημα, συναίσθηση και ενσυναίσθηση. Ακόμη και, γιατί όχι, προαίσθηση ή προαίσθημα.
Έτσι, μπροστά σε ένα χώρο δεν βλέπουμε όλοι το ίδιο πράγμα, αν και όλοι συμφωνούμε για τα φυσικά χαρακτηριστικά του και μπορούμε να δώσουμε σωστά τα στοιχεία του. Χρώμα, υλικά, θέση. Τόσο μήκος τόσο πλάτος, τόσο ύψος...
Ο καθένας όμως θα δει τον χώρο, θα τον αισθανθεί, θα τον νιώσει με τα δικά του ψυχικά φίλτρα. 

Είχα κάποτε στο γραφείο μου έναν αναλυόμενο που ασκούσε το επάγγελμα του μεσίτη ακινήτων. Με διασκέδαζε πολύ με τις διηγήσεις του που περιέγραφαν τις αντιδράσεις των πελατών του όταν τους συνόδευε στις επισκέψεις των κατοικιών που διαχειριζόταν.
Για το ίδιο ακίνητο, έλεγε, μπορούσες να ακούσεις τα πιο ποικίλα και αντικρουόμενα σχόλια.

Μέσα στην ψυχική ένταση που δημιουργεί η επίσκεψη σε έναν άγνωστο χώρο που ενδέχεται να γίνει το σπίτι σου, και με δεδομένη την έντονη φαντασίωση που προηγήθηκε της επίσκεψης, το «εμπόρευμα» του μεσίτη ψυχικοποιείται από τον υποψήφιο αγοραστή. 
Μόνον έτσι εξηγείται το γεγονός πως κάποιοι από τους πελάτες του απέρριπταν άμεσα και απερίφραστα μια «καλή περίπτωση», ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν πως ακριβώς εκεί νιώθουν να βρήκαν τη σωστή στέγη που έψαχναν, ένιωθαν θετική την αύρα του σπιτιού, κάποιοι μάλιστα έφταναν να πουν πως το ερωτεύτηκαν.

Ο χώρος ψυχικοποιείται. Επενδύεται κάποια ψυχικά στοιχεία που προβάλει πάνω του εκείνος που τον επισκέπτεται.
Πέρα από τις πρακτικές ή αισθητικές ανάγκες, που δεν είναι συζητήσιμες και διαπραγματεύσιμες, εμφανίζεται αυτό το «κάτι άλλο» που λέμε στην απλή γλώσσα: η αίσθηση-διαίσθηση-ένστικτο που υπαγορεύει την επιλογή, την απόφαση πως «το σπίτι αυτό μου κάνει. Με θέλει! Λες και χτίστηκε για μένα! Νιώθω την θετική αύρα του, που μου ταιριάζει».


Ειπωμένο αλλιώς, κάθε αρχιτεκτόνημα, όπως άλλωστε κάθε εξωτερικό αντικείμενο, γίνεται κατανοητό από τον άνθρωπο μέσα από την διαδικασία αντίληψης η οποία μετατρέπει τα μηνύματα των αισθήσεων σε ατομική εμπειρία και γνώση. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το εξωτερικό ερέθισμα αλλοιώνεται. Δηλαδή, η νοητή εικόνα που σχηματίζει κανείς για το κτίριο δεν ταυτίζεται με την πραγματική εικόνα του κτιρίου. Η εσωτερική εικόνα είναι φορτισμένη με διαφόρων ειδών νοήματα που της προσδίδει αυτόματα το άτομο. Αυτά σχετίζονται με την παιδεία, την πολιτισμική του ιδιαιτερότητα, την διάθεσή του αλλά κυρίως σχετίζονται με την ψυχοσύνθεση, το ψυχικό όργανο του ανθρώπου.
Όπου εμπλέκονται το υποσυνείδητο, οι ενορμήσεις, τα ψυχικά τραύματα.

Η ΑΣΚΗΣΗ
Υποθέστε ότι βρίσκεστε κλεισμένοι με την θέλησή σας, μόνοι, ήρεμοι και ασφαλείς στην οικία Κατακουζηνού, για μια νύχτα.
Την επόμενη μέρα, με ένα email(μέχρι 400 λέξεις), διηγείστε την εμπειρ
ία στον ψυχαναλυτή σας.
Υποχρεωτική χρησιμοποίηση των λέξεων: Τοίχοι, ψυχή, χώρος, μνήμη.
Το στέλνετε πριν τις 28/2/19 στη διεύθυνση:psyvait@gmail.com

Κείμενο Γεωργίας Κ:

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ήταν η τελευταία συνεδρία με τον ψυχαναλυτή μου. 
-΄Εχω ένα δώρο για σας
-Δώρο; 
-Ίσως… Εάν έτσι το δείτε. Νομίζω ότι θα σας αρέσει.
Περίμενα να δω κάποιο κουτάκι ή μια σακουλίτσα.  Έβγαλε από το συρτάρι ένα κρίκο με κλειδιά και τα άφησε πάνω στο γραφείο. 
-Είχαμε συζητήσει κάποιες φορές για το Μουσείο Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού. Μου είχατε μιλήσει με τόση θέρμη για την εποχή, για τους οικοδεσπότες και τον κύκλο τους. Για να μη μακρηγορώ. Λόγω της παλιάς φιλίας που ένωνε τον πατέρα μου με τον Άγγελο Κατακουζηνό εξασφάλισα για εσάς τα κλειδιά της οικίας-Μουσείου και έχω κανονίσει -εάν σας ενδιαφέρει βέβαια- να σας παραχωρηθεί για 24 ώρες. Μπορείτε να μείνετε το βράδυ, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όλους τους χώρους σαν να είστε η οικοδέσποινα. Μόνο που θα είστε μόνη, οι καλεσμένοι σας θα είναι φανταστικοί. Ορίστε λοιπόν, σας αγγίζει η καλή νεράϊδα με ραβδί της,  μεταμορφωθείτε εάν το επιθυμείτε. 
Ήταν τόσο αναπάντεχο και τόσο υπέροχο που δε θυμάμαι τι είπα και τι έκανα μετά. Αυτό το μέρος που τόσο με είχε συγκινήσει και με έκανε να ονειρεύομαι θα ήταν το σπίτι μου για ολόκληρη μέρα. 
Ήρθα σε επαφή με την υπεύθυνη του Μουσείου, θα πήγαινα την Τετάρτη στις 5.00 το απόγευμα. Κανονίσαμε να περάσει η ίδια την Πέμπτη την ίδια ώρα να πιούμε μαζί το τσάι μας και να της επιστρέψω τα κλειδιά. «Θα με σερβίρετε εσείς σαν οικοδέσποινα μια η οικιακή βοηθός σας θα έχει άδεια» αστειεύτηκε η κυρία Βασιλάκου.
Είχα ήδη αρχίσει να “ταξιδεύω”, έμεναν μόνο δυο μέρες για να προετοιμαστώ. Έπρεπε να μελετήσω τα γραπτά που είχα στα χέρια μου ξεκινώντας από το βιβλίο της Λητώς «Ο Βαλής μου» και να ανακαλέσω από τη μνήμη μου όσα επιπλέον στοιχεία μας είχε δώσει η υπεύθυνη του Μουσείου στις παρουσιάσεις του χώρου που είχα παρακολουθήσει. Χρειαζόμουν στοιχεία για να οργανώσω μια βραδιά όπως Εκείνοι, σε εκείνους τους καιρούς.
Ποιους θα καλούσαν την Τετάρτη το βράδυ η Λητώ και ο Άγγελος; Θα ήταν βεβαίως οι συνήθεις επισκέπτες και καλοί τους φίλοι που θα  που έφερναν στο σαλόνι των Κατακουζηνών την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική, το θέατρο, τα νέα της πολιτικής και της καλλιτεχνικής σκηνής, τα πικάντικα και τα χαριτωμένα που μεσολάβησαν από την προηγούμενη συνάντησή τους.
Μήπως να υπήρχε και κάποια έκπληξη; Ίσως ένας μουσικός από τη μακρινή Αργεντινή, περαστικός από Αθήνα, που θα τους τραγουδούσε με τη συνοδεία του Μπαντονεόν μαγικά και παθητικά Ταγνκό;  Θα χόρευαν τους ήχους και τους στίχους που μίλαγαν για πάθη και έρωτες με ανοιχτές τις τζαμαρίες.  Η Αθήνα με τα νυχτερινά της φώτα  γεμάτη μυστήριο και μαγεία, θέα υπέροχη.
Δυο μέρες πρόβαρα όνειρα. Έστηνα και ξέστηνα σκηνικά. Επισκεπτόμουν νοητά τον Άγγελο και τη Λητώ που συζητούσαν για τις λεπτομέρειες. Εκείνη ήδη ξαπλωμένη στο κρεβάτι να διαβάζει. Εκείνος άργησε λίγο, είχε κάτι να τακτοποιήσει στους φακέλους του. 
-Άγγελε κλείσε σε παρακαλώ το παράθυρο πριν πέσεις 
-΄Αστο άγγελέ μου, θέλω να συζητήσουμε για το βράδυ της Τετάρτης, να μείνουμε λίγο να κοιτάμε τα άστρα, έχει τόσο όμορφη βραδιά απόψε, τόσο όμορφο ουρανό!
-Θα μας πάρει ο ύπνος και θα μείνει το παράθυρο ανοιχτό
-Ακόμα καλύτερα, θα σηκωθούμε νωρίς αύριο, έχουμε πολλά να κάνουμε 
Εκείνη είχε αφήσει το βιβλίο με το χέρι μέσα σα σελιδοδείκτη και ενώ μιλούσαν τον ακολουθούσε με το βλέμμα  που στριφογύριζε μέσα στο δωμάτιο. Έτσι ήταν ο Άγγελος, τακτικός, πριν πέσει όλα έπρεπε να είναι στη θέση τους.
Εκείνος σήκωσε τα σκεπάσματα και έπεσε στο κρεβάτι με φόρα κάνοντάς την να αναπηδήσει. Ήταν από τα αγαπημένα του αστεία, «τώρα είμαι εδώ» σήμαινε, «άσε τα βιβλία, άσε τα ονειροστρατήματα, πάρε με αγκαλιά».
Αυλαία, ας μη γινόμαστε αδιάκριτοι.
Δε θα μάθουμε εάν τελικά εκείνο το βράδυ συζήτησαν τις λεπτομέρειες για τη βραδιά που ετοίμαζαν, εάν σηκώθηκε κάποιος να κλείσει το παράθυρο για να μην τους επισκεφθεί ο ήλιος και τους ξεσηκώσει πρωί-πρωί.  Είναι βλέπεις το δωμάτιο Ανατολικό και οι χρυσές του κόρες τους επισκέπτονται από τους πρώτους.
Τετάρτη στις 5.00 στάθηκα μπροστά στη βαριά πόρτα της οδού Αμαλίας 4.  Συνειδητοποίησα ότι το κλειδί ήταν ζεστό όταν το έβαλα στην κρύα κλειδαριά. Κρατούσα σφιχτά τον κρίκο με τα κλειδιά του Παραδείσου όση ώρα περπατούσα. Ανυπομονούσα.
Το ασανσέρ κατέβαινε. Ένας κύριος γύρω στα σαράντα βγήκε βιαστικός από τον πόρτα. «Καλησπέρα σας» τον χαιρέτησα και μόλις κρατήθηκα να μη συνεχίσω «τι κάνετε;». «Καλησπέρα» είπε προσπερνώντας με κάποια απορία στο βλέμμα.
Η Λητώ δε θα καλησπέριζε όποιον συναντούσε στην πόρτα του ασανσέρ; Βεβαίως σκέφτηκα. Αλλά εκείνη θα ήταν πολύ κομψά ντυμένη, θα φορούσε ψηλά τακούνια και θα είχε όμορφα χτενισμένα τα ξανθά της μαλλιά. Στα χέρια θα κρατούσε με χάρη τη δερμάτινη τσάντα της, πάντα ασορτί με τις γόβες. Προς Θεού όμως, δε θα χαιρετούσε εκείνη πρώτη, αλλοίμονο!
-«Καλησπέρα σας κυρία Κατακουζηνού», θα έλεγε ο κύριος βγαίνοντας από το ασανσέρ κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση και σηκώνοντας λίγο το καπέλο του εάν φορούσε.
-Καλησπέρα σας κύριε Παπαδόπουλε; Πως είστε; 
-Πολύ καλά σας ευχαριστώ. Εσείς;
-Δόξα τω Θεώ. Τους χαιρετισμούς μου στην Αμαλία. Καλό σας βράδυ
-Τα σέβη μου στο σύζυγό σας, καλό βράδυ να έχετε.
Κοίταξα την εικόνα μου στον καθρέφτη την ώρα που το ασανσέρ ανέβαινε στον πέμπτο όροφο. Παντελόνι τζην, μπουφάν που να μπορεί να σε προστατέψει από αέρα και βροχή, τα μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα πίσω σε ένα ακατάστατο σύμπλεγμα, δήθεν κότσο. Τα παπούτσια για πόλη και για θάλασσα να αντέχουν στην ολοήμερη περιπλάνησή μου δε μου έδιναν αέρα, πάντα μου έλειπαν κάποιοι πόντοι. Στην πλάτη το αγαπημένο μου σακίδιο με το laptopπου είχε γίνει σαν την καμήλα και την καμπούρα της, ποτέ δεν το αποχωριζόμουν.
-Ποια είσαι; Ρώτησα την εικόνα μου στον καθρέφτη
-Είμαι η Λητώ Κατακουζηνού, απάντησα στο είδωλό μου
Δε θα έπειθα κανέναν. Δεν έπεισα ούτε τον εαυτό μου.
Ξεκλείδωσα τις δυο κλειδαριές και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου στηρίχτηκα πάνω της για λίγο κλείνοντας τα μάτια. Είσαι η Λητώ, έλεγα νοερά μέσα μου, είσαι η Λητώ Κατακουζηνού. 
Άνοιξα τα μάτια και αναζήτησα το διακόπτη για τα φώτα. Το  χώρο νόμιζα ότι τον γνώριζα καλά αλλά τώρα κατάλαβα πόσο επιφανειακά. Ποιος διακόπτης από τους τρεις είναι για τα φώτα στο χωλ άραγε;  Μπαίνοντας σπίτι σου το χέρι πάει μόνο του στο σωστό διακόπτη που θα ανάψει το φως, το πρώτο φως.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Την άλλη μέρα, στις πέντε ακριβώς η κυρία Βασιλάκου χτυπούσε το κουδούνι της πόρτας ως επισκέπτρια. Της άνοιξα και την οδήγησα στο σαλόνι όπου μας περίμενε το τσάι.
-Λοιπόν, με ρώτησε; Πως ήταν αυτό το εικοσιτετράωρο που ζήσατε σαν οικοδέσποινα στην οικία Κατακουζηνού; Ανυπομονώ να μάθω.
-Θα σας απογοητεύσω κυρία Βασιλάκου. Απογοητεύτηκα και εγώ. Έφυγα χθες το βράδυ και γύρισα στο σπίτι μου. Ναι, όλα ήταν τόσο όμορφα. Σα νύχτωσε και άναψαν τα φώτα, η Βουλή, ο κήπος, η Πόλη που τα πλαισίωνε… Αλλά εγώ δυστυχώς δεν μπόρεσα να μπω σε τούτο τον κόσμο. Δεν ανήκω εδώ. Ένοιωσα σαν διαρρήκτης, σαν κλέφτης της ζωής άλλων. 
Η ζωή μου είναι αλλού. Είμαι η Μαρία Αλεξοπούλου. Ο Άγγελος και η Λητώ είναι ένα όμορφο παραμύθι που αναβίωσε στις μέρες μας χάρις στις προσπάθειές σας αλλά είναι ένα παραμύθι για άλλους καιρούς, άλλους ανθρώπους. 
Μείναμε λίγο οι δυο μας και συζητήσαμε. Ήταν ζεστά και όμορφα μα ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε. Την ώρα που έσφιξα το χέρι της κυρίας Βασιλάκου, εκείνη με έκλεισε στην αγκαλιά της και με φίλησε σταυρωτά.
 Όμως ένα ήχος ενοχλητικός μας διέκοψε. Ένας γνωστός ήχος επίμονος που δεν έλεγε να σταματήσει. Το χέρι από μόνο του έκανε για μένα την ίδια κίνηση, όπως  κάθε πρωί, χωρίς καν να έχω συναίσθηση. Έκλεισε το ξυπνητήρι. « Έχουν γνώσιν οι φύλακες», γι αυτό πάντα βάζω και δεύτερο ξυπνητήρι δέκα λεπτά μετά από το πρώτο.  


Κείμενο Διονύση Παπακώστα:
Βρέθηκα, λέει, με την θέλησή μου, μόνος, ήρεμος και με αίσθημα ασφάλειας, μέσα σε μία οικία για μια ολόκληρη νύχτα.
  Καθώς πλησίαζα, λέει, διακρινόταν μία χαλκοπράσινη μεταλλική ταμπέλα καρφωμένη σε επιτοίχια ξύλινη κορνίζα.

Ήταν λέει ένας χώρος, σκοτεινός, χαοτικός, δεν διέκρινα τίποτα. Προχωρούσα ακουμπώντας σε τεράστιους τοίχους που χώριζαν υπερμεγέθη δωμάτια γεμάτα, λέει από βαριά πολυτελή έπιπλα εποχής, σερβάντες, σκρίνια, τουαλέτες, αγάλματα μεταλλικά και ξύλινες φαρδιές κορνίζες κρεμασμένες στους τεράστιους τοίχους. Μέσα στις κορνίζες, ήταν, φωτισμένες κατά διαστήματα από φωτισμένους, λέει, καθρέφτες. Εκεί διέκρινα μορφές μιας άλλης εποχής να αναπνέουν βαριά από το βάρος της ψυχής τους και να ιστορούν μνήμες παρελθόντων χρόνων δίχως να ακούγονται.
Οι καθρέφτες, λέει, στρέφονταν δεξιά και αριστερά για να διακρίνεις, λέει, μόνο τα πολυτελή αριστοκρατικά αντικείμενα.
Καθώς προχωρούσα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ακουμπώντας στους τεράστιους τοίχους για να ελέγχω τις πατημασιές μου μέσα στους αχανείς χώρους της οικίας για να μην σκοντάψω στα βαριά πολυτελή έπιπλα και ανησυχήσω τις ψυχές των αείμνηστων, που προσδιορίζονταν από το τρίξιμο των πορτέλων των πολυτελών επίπλων καθώς ανοιγόκλειναν από τις πνοές των ψυχών των κεκοιμημένων, ενώ τα αγάλματα με ελαφρύ μειδίαμα με παρακολουθούσαν, καθώς βημάτιζα, με τις απροσδιόριστες μεταλλικές χάντρες των ματιών τους, βυθισμένες στις χαλκοπράσινες κόγχες του κρανίου τους. Καθώς έδιωξα το βλέμμα μου προς άλλη κατεύθυνση, προς άλλο χώρο διέκρινα λαμπυρίσματα από κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια, φωτισμένα και αυτά από τους περιστρεφόμενους καθρέφτες, όλα δίπλα από υπολείμματα φαγητών και πάνω στην μεγάλη τράπεζα μία χαλκοπράσινη ταμπέλα.
ΕΓΡΑΦΕ: «ΟΙΚΙΑ ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΎ».
Τότε ήταν που ανένηψα καθισμένος σε ένα βαρύ, κατάμαυρο καναπέ, με ένα ογκώδες λεξικό που έγραφε:
Λεξικό Πέτρου Αλεξιάδη έτος 2000
ΟΙΚΑ ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ
ΚΑΤΑ-ΚΟΥΖΗΝΟΣ = ΟΙΚΟΣ ΕΥΓΕΝΟΥΣ
ca(sa) da cosinus = οίκοςτουεξάδελφου
Τίτλος που δινότανε σε ευγενείς που μετείχαν στο εμπιστευτικό συμβούλιο των βασιλέων.
                                                      ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ
                                                      ΤΟ ΚΑΦΕ Ψ ΤΟΥ
                                                      ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΪΤΣΑΡΑ

                                                 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ
                                                                13-2-2019







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου