Εκφώνηση της άσκησης:
Απαντήσεις-συμμετοχές θαμώνων του καφέ ψ:
1. Κείμενο κυρίας Τίνας Μπερτζελέτου
2. Κείμενο κυρίας Μερόπης Χ.
3. Συμμετοχή κυρίου Δημήτρη Γιαννουλή (βίντεο)
4. Κείμενο κυρίας Ζωής Χατζηδήμου
5. Συμμετοχή Γ. Β. (βίντεο)
1. Κείμενο κυρίας Τίνας Μπερτζελέτου
Τα παράθυρα, δική τους πάλι περιπέτεια,
2. Κείμενο κυρίας Μερόπης Χ.
Σας προσκαλώ να γράψετε ένα κείμενο που θα συνοδεύσει το βίντεο των τριών λεπτών με το έργο του Νίκου Αγγελίδη, «Το πατρικό σπίτι». Το κείμενο, πεζό ή ποίημα, μυθοπλασία ή δοκίμιο, θα πρέπει να είναι το πολύ 350 λέξεων, η ανάγνωσή του να μην ξεπερνάει τα 3 λεπτά.
Επίσης είναι υποχρεωτική η χρησιμοποίηση των λέξεων:
Χώρος και ψυχή.Απαντήσεις-συμμετοχές θαμώνων του καφέ ψ:
1. Κείμενο κυρίας Τίνας Μπερτζελέτου
2. Κείμενο κυρίας Μερόπης Χ.
3. Συμμετοχή κυρίου Δημήτρη Γιαννουλή (βίντεο)
4. Κείμενο κυρίας Ζωής Χατζηδήμου
5. Συμμετοχή Γ. Β. (βίντεο)
1. Κείμενο κυρίας Τίνας Μπερτζελέτου
Μ. Σαν Μνήμη
Τα σπίτια με κοιτάζουν
με τα μεγάλα τους μάτια,
αναπνέουν σιγά
και το δέρμα τους τεντώνεται, από κάτω περνούν φλέβες χονδρές
που κυοφορούν
τις αναμνήσεις.
Στην αποθήκη σιγουρεύονται οι εφιάλτες
που και το τρισάγιο δεν πιάνει,
όλο κάτι μένει
να παίζει
και το σαμιαμίδι
να παίζει
και το σαμιαμίδι
στο χρώμα της σάρκας.
Τα παράθυρα, δική τους πάλι περιπέτεια,
δεν ξέρεις τι θα βγει -σαν ανοίξουν-,
πουλί,
τέρας με δόντια λύκου,
ένα παιδί,
μια γυναίκα νέα,
που όλο ελπίζει,
και απλώνει όνειρα,
ασπρόρουχα
ή το κενό,
που μυρίζει παρελθόν.
Θεμέλια… οι ευχές γονέων… οίκων;
Τίνα Μπερτζελέτου
Από τη συλλογή Κρυπτόν-Νέον-Ξένον
Εκδ. Διάττων, 1993.
Το πάτωμα
Τραβάω μηχανικά τις βαριές κουρτίνες στην άκρη. Τα χέρια μου, αντιστέκονται κουρασμένα στο ζεστό φως που εισβάλλει από το παράθυρο. Ρίχνω μία βιαστική ματιά έξω. Ένας καμβάς ζωγραφισμένος, απλώνεται. Γλιστράει το βλέμμα μου μακριά·ψάχνει να συναντηθεί με το σύνορο. Κάποιες φορές με δυσκολεύει. Οι χοντροί τοίχοι του φροντισμένου σπιτιού μοιάζουν σαν δεσμοφύλακες. Το βλέμμα μου πεινάει. Ψάχνει λαίμαργα να ξεψαχνίσει όλες τις λεπτομέρειες που κρέμονται από τις κρεμάστρες της ηλιόλουστης μέρας. Το τοπίο, κυνηγημένο σαν τον κλέφτη, τρυπώνει στο μυαλό μου. Εξακολουθώ να βυθίζω τ’ αχόρταγα μάτια μου στο άδολο φως της μέρας.
Αισθάνομαι τα χέρια μου να κυλούν διστακτικά πάνω στο βελούδινο κάλυμμα του παράθυρου. Στρέφω το κεφάλι προς τα κάτω. Γέρνω στα πόδια της κουρτίνας. Το πάτωμα φιλοξενεί έναν λεκέ. Απρόσκλητος επισκέπτης, πιθανόν. Απόληξη μιας ανάμνησης. Ο χώρος κρατάει σαν όμηρο αυτό το σημάδι. Μία ανεπαίσθητη βρωμιά. Τα δάχτυλά μου σέρνονται απαλά πάνω στο ξεθωριασμένο ίχνος. Μια γενναία δόση φωτός συναντάει στο πάτωμα την καφετιά κηλίδα. Ξανά και ξανά. Συναντιόμαστε. Ακουμπώ το αγαπημένο μου μάγουλο πάνω της. Ηδονοβλεψίας μιας περασμένης ζωής. Το πάτωμα καταπίνει το σημάδι του χρόνου. Ένα πένθιμο σκοτάδι διασχίζει τον χώρο.
Ο σκοτεινός λεκές γυαλίζει κάτω από το βελούδινο σκοτάδι της ψυχής μου. Φέρνω τα χέρια μου στο πρόσωπο. Τα δάχτυλά μου στριμώχνονται ανάμεσα στις ρυτίδες και τους χοντρούς τοίχους του πατρικού μου σπιτιού. Περιμένω. Έχει, ήδη, νυχτώσει. Το βρώμικο πάτωμα εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια μου.
Αγγίζω τον διακόπτη. Ένα γλυκό φως πλημμυρίζει το δωμάτιο. Το ασπρόμαυρο μοτίβο στο πάτωμα μοιάζει σαν μια τεράστια σκακιέρα .Χτυπάω με τα πέλματα το πρώην ξύλινο φθαρμένο πάτωμα .Ο Βασιλιάς είναι απών. Η Βασίλισσα παραμένει αιχμάλωτη. Το λευκό λεκιασμένο πλακάκι περιμένει να λυτρωθεί.
Σκουπίζω ευλαβικά τη μικρή γωνία της ψυχής μου. Κάνω χώρο για να υποδεχτώ.
Μερόπη Χ.
3. Συμμετοχή κυρίου Δημήτρη Γιαννουλή
4. Κείμενο κυρίας Ζωής Χατζηδήμου
4. Κείμενο κυρίας Ζωής Χατζηδήμου
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΗ ΡΟΔΙΑ
Από το στενόχωρο παράθυρο του αεροπλάνου πρόλαβε να δει κάτω τα σπίτια να φεύγουν με ταχύτητα πίσω της, όταν αισθάνθηκε τις ρόδες να ακουμπούν στη γη. «Επιτέλους!» σκέφτηκε και ετοιμάστηκε για την αποβίβαση. Βρήκε γρήγορα ένα ταξί, πέταξε το βαλιτσάκι της όπως-όπως στο πορτ-μπαγκάζ και με κοφτή φωνή καθόρισε τη διαδρομή στον οδηγό. Δεν ήταν μακριά το χωριό της. Βιαζόταν. Βιαζόταν και είχε και κείνο το σφίξιμο…. Βιαζόταν τώρα, αφού δεν είχε προλάβει τις τελευταίες ώρες της μάνας της. Ναι, το επείγον τηλεφώνημα τη βρήκε στη μέση μιας πολύωρης εγχείρησης στο νοσοκομείο του Μονάχου, όπου χρόνια τώρα εργαζόταν. Είχε διακριθεί, μάλιστα, για τις «δαντελένιες βελονιές της», όπως της έλεγαν, εννοώντας προφανώς τις επιτυχημένες επεμβάσεις της. Είχε φύγει για την ειδικότητα της χειρουργικής στη Γερμανία και μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της, την κράτησε εκεί η προοπτική της άμεσης πρόσληψης. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν της είχε αφήσει και πολλά περιθώρια…. Κι ύστερα ήρθε η αναγνώριση της δουλειάς της, ο έρωτας με τον Καρλ (ήταν στ’ αλήθεια έρωτας με τόσο τάξη;), το παιδί τους και οι καθημερινές υποχρεώσεις που δεν τέλειωναν ποτέ. Το ταξί την πήγε κατ’ ευθείαν στον τάφο της μάνας της. Της ψιθύρισε όσα δεν της είχε πει ποτέ, χάιδεψε τη γεμάτη καρτέρεμα εικόνα της και τη φίλησε με όλη την τρυφεράδα που είχε μαζέψει γι’ αυτή - μάνα τώρα κι’ η ίδια- αλλά δεν πρόλαβε να της τη δείξει. Βγαίνοντας στο δρόμο, σήκωσε το τηλέφωνό της και σχημάτισε τον αριθμό της κυρά-Θάλειας. Της καλής τους της κυρά-Θάλειας, που στα τόσα χρόνια της απουσίας της φρόντιζε τους γονείς της και το σπίτι. Πόσο νοστάλγησε το σπίτι αυτό…. Διώροφο, με τους χοντρούς πέτρινους τοίχους του, τους άνετους ψηλοτάβανους χώρους του, τα μεγάλα καφασωτά παράθυρα και τα ξύλινα παντζούρια που όταν τα έκλεινες δεν άφηναν να μπει ούτε μια στάλα ήλιος. Με τον κήπο του ολόγυρα, γεμάτο με μυγδαλιές, ροδιές, μηλιές και λογής λογής γιασεμιά και πασχαλιές, που μοσχοβολούσαν στον αέρα. Η κυρά-Θάλεια της είπε (ανακατεμένα με λυγμούς), πως μετά την κηδεία της μάνας της είχε συμμαζέψει και κλείσει το σπίτι και να περνούσε να της δώσει τα κλειδιά. Βλέπεις, ο πατέρας της είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια, Δεκέμβρη μήνα, όταν ήταν κι η τελευταία φορά που είχε έρθει να τους δει. Και τώρα, με τα κλειδιά στο χέρι, στάθηκε και κοίταξε το αγέρωχο κτίριο μπροστά της με τα κλειστά παντζούρια. «Μάτια ερμητικά κλειστά», σκέφτηκε. «Και στόμα σφραγισμένο», συμπλήρωσε. Κανείς πια δεν θα έβλεπε το μικρό κοριτσάκι μέσα της ούτε θα μάλωνε τις σκανταλιές της. Ένας κόμπος την έπνιξε. Κι’ αν της φαινόταν όλα ξένα εκεί μέσα, τώρα που εκείνοι δεν υπήρχαν; Ξεκλείδωσε την πόρτα της αυλής. Προσπάθησε να βρει το παλιό πέτρινο μονοπάτι μέχρι την είσοδο, αλλά το είχαν σκεπάσει τα χόρτα. Ψηλά, ξερά χόρτα που της τσιμπούσαν τα πόδια καθώς προχωρούσε. Εδώ και καιρό, της είχε πει η μάνα της, δεν υπήρχε κάποιος να φροντίσει τον κήπο, αφού κι ο κηπουρός τους ο κυρ-Τάσος, όπως και τόσοι άλλοι απ’ το χωριό, είχε πάρει την οικογένειά του και είχε φύγει για καλύτερο μεροκάματο. Έφτασε στη μεγάλη πόρτα και γύρισε το κλειδί. Στην αρχή την έπνιξε το σκοτάδι. Ύστερα, άρχισε να ξεχωρίζει τα σεντόνια που σκέπαζαν τα έπιπλα. Ψηλαφώντας έφτασε στο πρώτο παράθυρο της σάλας, το άνοιξε κι έσπρωξε τα παντζούρια. Κοίταξε αργά-αργά γύρω της, άνοιξε και τα υπόλοιπα παντζούρια και στάθηκε για λίγο να ρουφήξει τον αέρα που όρμησε στο σπίτι. Αφουγκράστηκε τους ήχους του σπιτιού και πίστεψε για μια στιγμή πως ήταν πάντα εκεί. Κατευθύνθηκε στη μεγάλη ξύλινη σκάλα, το καμάρι του πατέρα της. Ευρύχωρη, με τα σκαλισμένα ξύλινα κάγκελα και τη φαρδιά κουπαστή της, ήταν η γέφυρά του. Η γέφυρα, έλεγε, που ένωνε «τα πάνω με τα κάτω», τη ζωή τους στο κάτω σπίτι τη μέρα, με τη ζωή τους στο πάνω σπίτι, τη νύχτα. Πολλές φορές μάλιστα καθόταν στα σκαλιά της σκεπτικός, σα να μην ήξερε αν ήτανε ν’ ανέβει ή να κατέβει, σα να ΄θελε να φέρει τα πάνω κάτω… Ανέβηκε ένα-ένα τα σκαλιά, θέλοντας τώρα ν’ απολαύσει το τρίξιμο που αναδυόταν στο κάθε της βήμα, ενώ θυμήθηκε πόσο νευρίαζε μ’ αυτό, όταν ήθελε να το σκάσει απ’ το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της. Ο χώρος αγκάλιασε τη ψυχή της, έτσι τον ένιωσε στο μισοσκόταδο, μ’ ανοιγμένα τα χέρια, κι ας μην ξεχώριζε καθαρά. Ξύπνησε και κείνο τον ξεχασμένο εαυτό της, τις αναμνήσεις της. Εκείνες που αναδύονται από τα βάθη μιας συγκεκριμένης μυρωδιάς, από το ξεχασμένο ρούχο στη ντουλάπα, απ’ το βελούδινο αρκουδάκι σου, που το ΄χες βαφτίσει κιόλας… Τα νεανικά της όνειρα, οι ελπίδες, τα συναισθήματα κι οι πόθοι της, βρίσκονταν εκεί, απλωμένα φαρδιά-πλατιά πάνω στις αφίσες που στόλιζαν τους τοίχους. Άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην πίσω πλευρά του κήπου. Τι περίεργο, σκέφτηκε στο μεταξύ, γιατί να λέμε ότι το παράθυρο «βλέπει»; «Πα-ρά-θυ-ρο», συλλάβισε. Αυτό που είναι δίπλα στην πόρτα. Ίσως θα ΄πρεπε να το λέμε μάτι ή φωτιστή ή και δίοδο ακόμα, αφού σ’ αφήνει να πηγαινοέρχεσαι ανενόχλητα από τα έξω προς τα μέσα κι από τα μέσα προς τα έξω. Χμμμ… τα έξω. Τα δικά της τα έξω ήταν ο Καρλ, αλλά τα έσω, τα έσω-έσω-έσωθέν της, τα σωθικά της δηλαδή, ήταν ο Ανέστης, ο συμμαθητής της. Ο πρώτος της έρωτας, που, μετά απ’ την ίδια, έφυγε κι’ αυτός απ’ το χωριό και ταξίδευε (ποιος ξέρει τώρα πού;), γυρεύοντας με το φακό της μηχανής του, του κόσμου τα κάλλη και τα πάθη... Αϊ στο καλό, τι ήθελε και τα θυμήθηκε τώρα; Αναστέναξε βαριά και έσπρωξε με δύναμη τα βαριά παντζούρια. Κοίταξε κάτω στον κήπο. Και ω, του θαύματος! Ανάμεσα στους ξεραμένους θάμνους και τα σκελετωμένα γκρίζα δέντρα, είδε τη ροδιά της, τη ροδιά που φύτεψε ο πατέρας της κάτω απ’ το παράθυρό της τη μέρα που γεννήθηκε, να στέκεται καταπράσινη, με τα κόκκινα χυμώδη ρόδια της να γέρνουν τα κλαδιά. Ήταν κάτω απ’ τη ροδιά αυτή που είχε δώσει το πρώτο της φιλί με τον Ανέστη. Και κάτω από την ίδια ροδιά είχαν αποχωριστεί με δάκρυα και υποσχέσεις, όταν έφυγε στη Γερμανία. Κι ύστερα όρμησε η ζωή κι αυτοί χαθήκαν… Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να λύσει το μυστήριο της απρόσμενης αυτής ζωντάνιας στο ρημαγμένο κήπο. Όταν πλησίασε, είδε την πολυκαιρισμένη βρύση, πίσω ακριβώς απ’ τη ροδιά, να στάζει από μια τόση δα τρυπούλα, αργά-αργά μα σταθερά, τα δάκρυά της… Χαμογέλασε θλιμμένη και τότε της φάνηκε πως άκουσε πίσω της, ναι, άκουσε πίσω της μια γνώριμη αντρική φωνή: «Ήρθα και γω Λουίζα μου, ήρθα!. Μοσχοβολιστή μου Λουίζα, επιτέλους ήρθα!». Άνοιξε αλαφιασμένη τα μάτια της και έπιασε το μαξιλάρι μουσκεμένο….
5. Συμμετοχή Γ. Β.
(στην συνάντηση το κείμενο διάβασε ο ηθοποιός Αρσένιος Γαβρηιλίδης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου