Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Η Σχετικότητα της Ενοχής.

Καφέ Ψ
8 Μαΐου 2017
Η Σχετικότητα της Ενοχής.
Λεξικοπωλείο



Καλησπέρα σας!
Δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά το Λεξικοπωλείο πέρα από εξαιρετικό εργαστήριο ιδεών όπως έλεγα κάποτε, είναι και χώρος συναντήσεων και γνωριμιών. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας, τόσοι άνθρωποι κοντά μας που νιώθουν σαν εσάς, κάποιοι που σιωπούν ή άλλοι που έχουν να πουν και να αισθανθούν πολλά, παρόμοια με αυτά που νιώθετε εσείς, που ψάχνουν απαντήσεις, όπως όλοι μας. Είστε εδώ, καλώς ορίσατε, και για τη συνέχεια, ό,τι ήθελε προκύψει. Πού ξέρετε, ίσως στο τέλος της αποψινής βραδιάς «καφέ ψ», να έχετε κερδίσει μια ή περισσότερες νέες συναρπαστικές γνωριμίες. Ειδικά σε μια συνάντηση σαν την αποψινή, όπου, με την συγκεκριμένη ταινία που φιλοξενούμε, το απρόοπτο, το ερωτικό και το ερεθιστικό, έχουν κεντρική θέση.

Ναι, χώρος γνωριμιών. Σας μιλάω εκ πείρας. Εδώ, μέσα στους χάρτινους τοίχους του Λεξικοπωλείου, γνώρισα εξαίρετους ανθρώπους και, σαν υπέρμαχος των συνδέσεων που είμαι, τους προσκάλεσα για να τους γνωρίσετε κι εσείς, εκείνοι μου γνώρισαν άλλους, που τους προσκάλεσα κι εκείνους να σας γνωρίσουν. Έτσι χτίστηκε η φετινή ενότητα των οκτώ συναντήσεων καφέ ψ, γίναμε πια μια μεγάλη ομάδα, έχουμε ιστορία πίσω μας και σήμερα είμαστε στο έβδομο ραντεβού μας.

Ο σκηνοθέτης και παραγωγός Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, εραστής  ταινιών μικρού μήκους, υπήρξε μια τέτοια αναπάντεχη γνωριμία σε ένα  περσινό καφέ ψ. Ήταν καλεσμένος μιας παλιότερης ευτυχούς γνωριμίας μου, και δικής σας, του ζωγράφου George Brehier. Είμαι σίγουρος πως θα μας μιλήσει για τα όμορφα και ερεθιστικά ψυχολογικά εργαλεία των αγαπημένων του ταινιών, ταινιών μικρού μήκους αλλά μεγάλου βάθους. Και σαν καλλιτέχνη που είναι τον καλωσορίζουμε με ένα χειροκρότημα!

Ο Κυριάκος γοητεύτηκε λοιπόν από την ψ αύρα που φυσούσε εδώ μέσα κι έγινε θαμώνας του καφέ ψ. Δεν με εξέπληξε το γεγονός πως, με τη σειρά του, έκανε τις δικές του γνωριμίες εδώ. Άκουσε κάποτε τον υπέροχο ομιλητή ψυχίατρο Θανάση Καράβατο και η έλξη υπήρξε ακαριαία. Έτσι, όταν σχεδιάζαμε τη σημερινή συνάντηση, ο Κυριάκος σχεδόν απαίτησε να τον καλέσουμε για να μας μιλήσει. Πρέπει να πω εδώ πως ο Καράβατος, άλλος πιστός φίλος θαμώνας του καφέ ψ, δεν μας δυσκόλεψε ιδιαίτερα με την πρόσκληση. Κοντολογίς, δέχτηκε άνευ όρων. Και τον ευχαριστούμε!


Η ιδέα να προβάλλουμε την αποψινή ταινία ήταν επίσης του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη. Την είδα πολλές φορές, σε κάθε προβολή η απόλαυση αλλά και η σκέψη κέρδιζε έδαφος. Φυσικά δέχτηκα κι εγώ άνευ όρων την πρόταση του Κυριάκου να την προβάλλουμε εδώ, δίνοντας έναν βιαστικό και προσωρινό τίτλο στη βραδιά: Η «Σχετικότητα της ενοχής». Αυτό σκέφτηκα τότε σαν θέμα κι ομολογώ πως ακόμη μέχρι σήμερα, νομίζω πως η διατύπωση αυτή είναι η σωστότερη. Εννοείται πως η επιθυμία μου να συναντήσω τη γυναίκα που την σκηνοθέτησε και να συνομιλήσουμε φούντωνε κάθε φορά που έπεφταν οι τίτλοι.
Χάρη στον Κυριάκο λοιπόν, έχουμε την τιμή, να φιλοξενούμε τη δημιουργό της ταινίας Έλα να σου πω, την Κατερίνα Φιλιώτου. Και την ευχαριστούμε και την χειροκροτούμε!

Σας εύχομαι καλό καφέ ψ, αφεθείτε χωρίς ενοχές στη μαγεία της ταινίας,  θα έχουμε τον χρόνο να αναρωτηθούμε μετά μαζί για την σχετικότητα της έννοιας της ενοχής. Κι αν, στο μεταξύ, προκύψει γνωριμία, ευχαρίστως να την συζητήσουμε…





Μεταξύ ντροπής, ενοχής, γέλιου και αλήθειας
Θανάσης Καράβατος
«Θέλω να σας πω κάτι..
-Γιάννη, άκου, σήμερα χωρίς να το θέλω μου συνέβηκε...
Δηλαδή το έκανα... Κατάλαβες; - Όχι [με έκδηλη απορία]. –
Γιάννη σήμερα το πρωί, εγώ πήγα μ' έναν άλλο άνθρωπο...
Δεν το περίμενα ποτέ, δεν το 'θελα, μου βγήκε...».

Μιλάει κομπιάζοντας η Σοφία, μια συνηθισμένη γυναίκα του καιρού μας που ζει αρμονικά κοντά είκοσι χρόνια με τον άντρα και την έφηβη κόρη τους. Με όσα λέει επιχειρεί να τους ομολογήσει το «παραστράτημά» της που είδαμε προηγουμένως στην αυλή του υδραυλικού της γειτονιάς, όπου πήγε για την επιδιόρθωση του θερμοσίφωνά τους που είχε χαλάσει. Μιλάει διστακτικά, και ταυτόχρονα ξεσπά σε καταναγκαστικά γέλια που εναλλάσσονται με εκφράσεις του προσώπου που προδίδουν βαθιά ταραχή και οδύνη, κι απ’ ανάμεσα πότε λέει στερεότυπα «δεν ξέρω γιατί γελάω», πότε σκύβει το κεφάλι και κρύβει το πρόσωπο με το χέρι. Αδυνατώντας να πιστέψει τα αυτιά του, ο άνδρας της απορεί με την ομολογία της [«λες αλήθεια!»], κι η κόρη την μέμφεται γι’ αυτό [«καλά, έχω πάθει την πλάκα μου… και δεν ξέρω τι να σου πω,… βρε μαμά πώς το έκανες!»]. Ντροπή, ενοχή, γέλιο και αλήθεια.

Ø Κεντρικός πυρήνας της ταινίας δεν είναι βέβαια η γυναικεία απιστία. Αυτό είναι  ο καμβάς για να υφανθεί απάνω του η ανάγκη που νιώθει η ενεχόμενη γυναίκα να μην αποσιωπήσει το τυχαίο συμβάν, όπως εύκολα θα μπορούσε να κάνει. Η ανάγκη να το ομολογήσει με κάθε ειλικρίνεια μπροστά σε όλη την οικογένεια και μια φίλη της.
Ø Θα σταθώ λοιπόν πρώτα στη σκηνοθετική έμπνευση να παρουσιαστεί έτσι όπως σας περιέγραψα τον κεντρικό αυτό πυρήνα της ταινίας. Για το λόγο πως όσα παρακολουθούμε στο δεύτερο μέρος της αντιστοιχούν σε καθιερωμένες από καιρό ανθρωπολογικές παρατηρήσεις, που πρωτοπαρουσίασε το 1913 ο Δαρβίνος με το διάσημο σύγγραμμά του Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα που μόλις προ 2μήνου εξέδωσαν, σε εξαιρετική μετάφραση και αξιοθαύμαστη επιμέλεια, οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Διαβάζω: «Το γέλιο χρησιμοποιείται συχνά με καταναγκαστικό τρόπο για να συγκαλύψει ή να υποκρύψει κάποιες άλλες καταστάσεις του νου, ακόμα και τον θυμό. Βλέπουμε συχνά ανθρώπους να γελούν προκειμένου να συγκαλύψουν την ντροπή ή την ντροπαλότητα τους» [σελ. 303]. Εδώ το γέλιο μας «αποκαλύπτει» αυτό που θέλει να κρύψει, δηλαδή τη ντροπή την οποία επιβεβαιώνουν τόσο οι εκφράσεις οδύνης όσο και το κρύψιμο του προσώπου. Πάλι κατά τον Δαρβίνο: «Οι ιθαγενείς σε διάφορα μέρη του κόσμου δείχνουν τη ντροπή τους κοιτώντας προς τα κάτω ή λοξοκοιτώντας ή με νευρικές κινήσεις των ματιών τους […]. Συχνά βλέπουμε μικρά παιδιά όταν είναι ντροπαλά ή την ώρα που ντρέπονται να αποστρέφουν το πρόσωπό τους […] ή να το χώνουν μέσα στα μακριά φουστάνια της μητέρας τους ή να το βάζουν μέσα στην αγκαλιά της [σελ.457].
Ø Ανάλογη συμπεριφορά, σε μικρότερη ένταση, έχουμε δει να εκδηλώνει η Σοφία κι εκεί όπου δέχεται τις πρώτες λεκτικές ερωτοτροπίες του νεαρού υδραυλικού κι η ίδια αρχίζει να εκλύει με αστειάκια και γελάκια το ερωτικό φορτίο που αρχίζει να την συγκινεί απρόοπτα, ξαφνιάζοντάς την. «Σταμάτα», του λέει, όταν εκείνος την αγκαλιάζει και τη φιλάει… «Ντρέπομαι, είμαι παντρεμένη», ξαναλέει, μέχρι που λίγο λίγο τη βλέπουμε να αφήνεται πλήρως. Τα πλάνα μας δείχνουν πως το νεανικό ανδρικό βλέμμα είναι εδώ ιδιαίτερα ισχυρό για να διεγείρει μια ερωτική επιθυμία και να περιορίσει αρχικά για να άρει πλήρως στη συνέχεια τις αναστολές που έχει ως παντρεμένη γυναίκα. Βοηθητικά συμβάλλει και η ατμόσφαιρα, η ηλιόλουστη καλοκαιρινή ζεστή μέρα, ο «μικροπαράδεισος» της αυλής του μαγαζιού όπου εκτυλίσσεται το καλογραμμένο και καλοπαιγμένο σενάριο.
Ø Η συνέχεια είναι αποκαλυπτική για τη σκηνοθετική πρόθεση, όταν ο Γιάννης φωνάζει τη γυναίκα του να μιλήσουν, ενώ πρώτα, απόλυτα αποσβολωμένος, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε. «Θα μου πεις τι έγινε; Γιατί Σοφία;»… «Γιατί σε ξέχασα μωρέ Γιάννη… σε ξέχασα [το κεφάλι σκυμμένο, σιγοκλαίει δίπλα του, του πιάνει το μπράτσο, εκείνος δεν αντιδρά]… Ακολουθεί ο διάλογος: «Είναι τόσο πολύ βρε Σοφία» «Όχι»… «Πώς είναι έτσι βρε Σοφία;»… «Είναι σα να έφαγα μια μέντα»… Εκείνος, κουνώντας το κεφάλι πλησιάζει το παράθυρο, σιγοσφυρίζοντας το πένθιμο εμβατήριο. «Θες να τον ξαναδείς»… «Όχι… αλλά μπορεί να τον σκέφτομαι»… «Πώς μπορείς και το λες»… «Γιατί σ’ αγαπώ… γιατί είναι η αλήθεια». «Μ’ αγαπάς;»… «Πολύ, πολύ… συγνώμη βρε Γιάννη»
Ø Το «έγκλημά» της, αν το πούμε έτσι, ήταν «στιγμιαίο», για να χρησιμοποιήσω ένα παλιό και πολύ γνωστό χαρακτηρισμό. Και ως τέτοιο φαίνεται να αντιμετωπίζεται στο τέλος και από τον σύζυγο που αδυνατούσε αρχικά να «καταλάβει», όχι μόνο το γεγονός, αλλά και την αυθόρμητη «ομολογία» του. Τελικά φαίνεται να προσπερνά το «πρόβλημα» ζητώντας να ανοίξουν την πόρτα στον υδραυλικό – δράστη, που έρχεται να επιδιορθώσει τον θερμοσίφωνα, παρά την επιμονή της Σοφίας να τον διώξει. Ο Γιάννης φαίνεται να κρατάει εδώ μόνο την πρώτη, επαγγελματική του ιδιότητα, προσπερνώντας τη δεύτερη, αν και η ταινία κλείνει με το ζεύγος να παραμένει ακίνητο με τους δυο τους να βλέπονται αντικρυστά.


Ø  Θα βρούμε μια πρώτη διάκριση των εννοιών ΝΤΡΟΠΉ / ΕΝΟΧΉ σε ιστορικούς και αρχαιοελληνιστές που βεβαιώνουν πως ο ομηρικός πολιτισμός ήταν πολιτισμός-ντροπής, αντίθετα με τη μεταγενέστερη αρχαϊκή εποχή όπου κυριάρχησε ένας πολιτισμός-ενοχής. Στον πρώτο, ηθική δύναμη δεν είναι ο φόβος προς τον θεό αλλά ο σεβασμός προς τη δημόσια γνώμη, η αιδώς. Στο δεύτερο, επικρατεί ο φθόνος των θεών και η νέμεσις που εκδηλώνει την ανθρωπομορφικά περιγραφόμενη ζηλοφθονία των θεών για τις επιτυχίες των ανθρώπων που δημιουργούν σ’ αυτούς τον κόρον και την ύβριν . [Ε. Dodds].

Ø Η συνέχεια περιλαμβάνει την ιουδαιοχριστιανική κληρονομιά με το προπατορικό αμάρτημα, αλλά και τον Φρόιντ που έδειξε πως η ντροπή βρίσκεται στις ρίζες της ανθρωποποίησης ως ισχυρός κοινωνικός δεσμός καθώς η μακρά φυλογενετική ανάπτυξη του ανθρώπου οδήγησε τον δυτικό άνθρωπο από τη ντροπή στην ενοχή. Φαίνεται ότι η ντροπή ταιριάζει περισσότερο στην Ανατολή, η ενοχή εντοπίζεται στην, ευρύτερη Δύση όπου διαμορφώνονται οι σύγχρονοι ηθικοί και νομικοί κώδικες. Επειδή δε θέλουμε να ντροπιαστούμε αποφεύγουμε την παραβίαση των κοινωνικών κανόνων. Με την ενοχή η αποτρεπτική δύναμη αυξήθηκε. Οι δύο αυτοί τρόποι κατά βάση συνυπάρχουν.
Ø   Στο ατομικό επίπεδο, η διαφοροποίηση του ψυχισμού σε επιμέρους δομές μας επιβάλλει να κάνουμε κι ένα άλλον διαχωρισμό, αυτή τη φορά με βάση:  (α)  το Υπερεγώ που παράγει ενοχές, όντας μια αρχή που κρίνει, λογοκρίνει, η οποία συγκροτείται μέσω γονεϊκών απαιτήσεων και απαγορεύσεων και παράγει ενοχές και (β) το Ιδεώδες του εγώ που παράγει ντροπές, όντας το μοντέλο πάνω στο οποίο εναρμονίζουμε τη συμπεριφορά μας η οποία παραλλάσει σύμφωνα με τις εποχές και τις κοινωνίες. Όσοι όμως δεν ξεχωρίζουν τις δύο αυτές φροϋδικές έννοιες, δεν διακρίνουν τη ντροπή από την ενοχή.  Έτσι κι αλλιώς οι απαιτήσεις και οι απαγορεύσεις, όπως και τα επιτρεπτά όρια συμπεριφοράς μετατοπίζονται στο χρόνο. Ο κοινωνικός έλεγχος των συμπεριφορών είναι προφανής, της σεξουαλικότητας ιδίως. Η εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας επιβάλλει, βέβαια, κατασταλτικές μεθοδεύσεις, εντούτοις επιτρέπει και κάποιο χώρο ελευθερίας στο άτομο.
Ø  Έχω την εντύπωση πως στη συμπεριφορά της Σοφίας έκδηλη είναι περισσότερο η ντροπή παρά η ενοχή. Βλέπουμε περισσότερο την αιδώ και το επιζητούμενο έλεος που οδηγεί σε συναισθητική σύγκλιση, σε φιλότητα. Η Σοφία αποκαλύπτει το στιγμιαίο γεγονός ως ικέτης. Κατά βάση θέλει να ανακουφιστεί  από το βάρος της ενοχής. Δεν διεκδικεί κανένα φεμινιστικό δικαίωμα έξω από τους κρατούντες κοινωνικούς κανόνες. Εντούτοις υποσημειώνεται φευγαλέα και παροδικά όταν προς στιγμή ομολογεί στη φίλη της πως «κούκλος είναι».




Έλα να σου Πω.
Κείμενο Γ. Βαϊτσαρά

Ευχαριστώ τον Θανάση Καράβατο για το εξαιρετικό του κείμενο. Όπως θα δείτε ταιριάζει απόλυτα στην δική μου προσέγγιση της ταινίας. Έτσι, μια που είχε την ευγένεια και την γενναιοδωρία να μου το στείλει μόλις το έγραψε, επέλεξα να γράψω κάτι σαν απάντηση-προέκταση της δικής του σκέψης. Έτσι, το «Έλα να σου πω» γίνεται η αφορμή για διάλογο, να σου πω, να μου πεις, ξεκινάμε με τα κείμενα, θα ακολουθήσουν σίγουρα κι άλλες τοποθετήσεις.

Παρακολουθήσαμε μια ταινία πρόσφορη για ψυχαναλυτικές σκέψεις. Όλες οι συνιστώσες του ψυχικού μηχανισμού εμφανίζονται και η καθεμιά ερμηνεύει τον ρόλο της. 
Η ταινία μου μίλησε, και σκέφτομαι εκ των υστέρων πως αυτός ήταν ο στόχος της, να μιλήσει. Έλα να σου πω! Είναι ο τίτλος. Ήδη, προετοιμαζόμαστε να ακούσουμε κάτι. Κάτι συνταρακτικό, κάτι που θα χτίσει την ιστορία της ταινίας. Που όπως κάθε καλλιτεχνικό έργο θα μιλήσει, θα πει, για να εκφράσει αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Στην προκειμένη περίπτωση να φέρει στην επιφάνεια πτυχές του υποσυνείδητου.

Ο ψυχαναλυτής που ακριβώς αυτή είναι η δουλειά του, άκουσε.
Θα μου πείτε, δεν πρόκειται για ψυχαναλυτική συνεδρία, αλλά η τέχνη, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ο χώρος όπου επίσης ξεδιπλώνεται το υποσυνείδητο. Και εκφράζεται με την εικόνα, τον λόγο, τη μουσική.
Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ να ψυχαναλύσουμε την σκηνοθέτιδα Κατερίνα Φιλιώτου.  Θα προσπαθήσουμε απλά να αναδείξουμε τις ψυχαναλυτικές έννοιες που εμπλέκονται στο έργο της, στην ταινία της, και πιθανόν έτσι να ανιχνεύσουμε παράλληλα την κεντρική ιδέα που την ώθησε στην δημιουργία της. Θα ασχοληθούμε κυρίως με τον ψυχισμό της κεντρικής ηρωίδας, αν και οι αντιδράσεις των συμπρωταγωνιστών της έχουν επίσης ενδιαφέρον. Ταινία μικρού μήκους είναι, ένα απόσπασμα ζωής, ένα στιγμιότυπο. Εμείς, θεατές και ψ, μόνο υποθέσεις και ερμηνείες μπορούμε να κάνουμε για το πριν και το μετά της οικογένειας.

Στην αρχή της ταινίας παρατηρούμε μια τριμελή οικογένεια στην καθημερινότητα της Ελλάδας του 2000. Αγαπημένο ζευγάρι γύρω στα 40 με μια έφηβη κόρη.
Τι παρατηρούμε; Συντροφικότητα, τρυφερότητα, δίχως εμφανή ίχνη σεξουαλικότητας, μονάχα ένας συγκαλυμμένος ερωτισμός στη σκηνή του «πατήματος» της πλάτης του Γιάννη, φροντιστικές διαθέσεις για τα πρακτικά θέματα του σπιτιού, το ζεστό νερό, την επιλεγμένη μαγειρική.
Η κόρη με την αγορίστικη εμφάνιση, που παραπέμπει στις εφηβικές ερωτικές αναζητήσεις.
Η Πέπη, η εγκάρδια φίλη, άνετη και ισορροπητική παρουσία που ανοίγει παράθυρο στην ενδεχόμενη οικογενειακή απομόνωση και δίνει ανάσα ίσως στην αποπνικτική εσωτερικότητα του σπιτιού.
Είναι η πραγματικότητα. Η περιγραφή της πραγματικότητας της οικογένειας που δεν προετοιμάζει για την εμφάνιση της ψυχικής σύγκρουσης.

Κι όμως στο δεύτερο μέρος της ταινίας, ανατροπή! Ο ψυχικός κόσμος της Σοφίας ταράζεται. Οι τρεις συνιστώσες του ψυχισμού της, στα τρία στοιχεία της δεύτερης τοπικής του Φρόιντ, εγώ, αυτό, υπερεγώ, χτυπάει συναγερμός. Το Αυτό, με την ερωτική του ενόρμηση επιτίθεται δυναμικά, στη θέα και την προκλητική συμπεριφορά του ωραίου υδραυλικού. Το Υπερεγώ, σε μειονεκτική θέση, προσπαθεί να αποφύγει την πράξη δίχως επιτυχία. Το δε Εγώ, αδύναμο και αποδιοργανωμένο από τις συνθήκες δεν καταφέρνει συμβιβασμό, τουλάχιστον στη δεδομένη στιγμή. Η ερωτική πράξη θα γίνει, το Αυτό πετυχαίνει τον στόχο του, παρακάμπτοντας τα εμπόδια που του στήνουν οι δυο άλλες συνιστώσες.

Στην Τρίτη σκηνή του έργου, η Σοφία μιλάει για το γεγονός. Γιατί; Αναρωτιέται ο θεατής και οι τρεις ακροατές της ομολογίας της Σοφίας.
-Γιατί μας το λες; ρωτάει η κόρη της.
Μετά την παρορμητική σκηνή, το Υπερεγώ και το Εγώ αναλαμβάνουν δράση. Ενοχή, ερωτηματικά για τη συνέχεια της πραγματικότητας. Είναι η ώρα των συμβιβασμών, της πληρωμής, της τιμωρίας ίσως. Εγώ και Υπερεγώ θα συνεργαστούν για να δώσουν έκβαση στην απρόσμενη τροπή της πραγματικότητας.
Η κατάθεση ξεκινάει με το νευρικό γέλιο της Σοφίας. Είναι ένας πολύτιμος μηχανισμός άμυνας, μηχανισμός κατά της αμηχανίας, της δυσκολίας αναγνώρισης της ενοχής. Είναι η σειρά του Υπερεγώ να θριαμβεύσει. Το γέλιο της την ανακουφίζει προσωρινά, δεν την ελευθερώνει όμως από την ενοχή της. Είναι αναγκασμένη να προχωρήσει στην ομολογία της κακής πράξης, της παράβασης.
Έχει τη δύναμη! Από το παράθυρο φτάνει η φωνή του πλανόδιου τραγουδιστή « Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ». Όπως κάθε μέρα θα του στείλει κέρματα απ’ το παράθυρο, που, ας σημειώσουμε, ζητάει από τον άντρα της. Η Σοφία έχει την αναγνώριση των άλλων, πατάει γερά στα πόδια της. 


Σκέφτομαι πως τα ναρκισσιστικά θεμέλια της Σοφίας αντέχουν  τη δοκιμασία. Έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της, στη δύναμη των αισθημάτων της, ξέρει ήδη πως το ατόπημα δεν είναι έγκλημα, πως όλα μπορούν να ξαναβρούν την ισορροπία τους.
Όμως πέρα από το Υπερεγώ που κάπως μοιάζει να ηρεμεί με την παραδοχή της ενοχής και την πληρωμή της, μια άλλη ψυχική συνιστώσα εμφανίζεται που δυσκολεύει τη θέση της.
Μας το έλεγε προηγουμένως ο Θανάσης Καράβατος:
Είναι το Ιδεώδες του Εγώ, μια πιο άγνωστη πτυχή της ψυχής μας, υπεύθυνη για συναισθήματα πιο ύπουλα και πιο δύσκολα επεξεργάσιμα από την ενοχή. Το Ιδεώδες του Εγώ γεννάει την Ντροπή. Και η ντροπή ούτε ξεπλένεται, ούτε πληρώνεται.
Να είναι άραγε η ντροπή το πραγματικό τίμημα της Ενοχής; Προσπαθεί να ξεπληρώσει την ενοχή με την δημόσια ντροπή;
Η ντροπή είναι ένα πολύ βαθύ συναίσθημα που έχει τη ρίζα του στη σωματική διάσταση της ανθρώπινης φύσης και την βρώμικη πλευρά της. Όταν η διάσταση αυτή εμφανίζεται στις αισθήσεις των άλλων η ντροπή που παράγεται είναι ανεξέλεγκτη και επώδυνη.

Στην επόμενη σκηνή εμφανίζεται μια νέα παράμετρος που άγγιξε ο Καράβατος στο τέλος του κειμένου του και θα προσπαθήσω να εμβαθύνω. Τη σκέψη αυτή καλλιέργησα αναρωτώμενος πώς θα εξελισσόταν η ιστορία αν το περιστατικό συνέβαινε με πρωταγωνιστή τον άνδρα του ζευγαριού, κάτι που στο μυαλό μας είναι πιο συνηθισμένο, μάλλον.

-Για πες είναι ωραίος; Ρωτάει η Πέπη.
-Κούκλος! Απαντάει με χαμόγελο επιτυχίας η Σοφία.

Ανιχνεύουμε ίσως εδώ, μια άλλη ψυχική συνιστώσα, λιγότερο γνωστή, λιγότερο ερευνημένη στην εξέλιξη της δεύτερης τοπικής του Φρόιντ. Ανάμεσα στο Ιδεώδες του Εγώ και το Υπερεγώ, ένα στοιχείο πλαστού Υπερεγώ, ένα ψευδο-υπερεγώ. Που δημιουργείται από τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες, από την εκάστοτε μόδα στα ήθη και την ηθική της κοινωνίας, ή καλύτερα της κοινωνικής ομάδας όπου αισθάνεται να ανήκει ο καθένας μας. Που απαντάει σε ένα «διαστροφικό» κανόνα, θα λέγαμε. Ένας ιδιαίτερος νόμος που υπαγορεύει πως «έτσι κάνουν όλες ή όλοι» ή ακόμα υποκρύπτει διάθεση υπεροχής ανάμεσα στους ομοίους. Που υπακούει τυφλά σε συνθήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης, σε φιλοσοφία ζωής και ηδονής δίχως όρια. Αυτό το ψευδο-υπερεγώ, ξένο, επιδερμικό, που δεν είναι αφομοιωμένο, προσαρμοσμένο στην ψυχική δομή, είναι διαφορετικό από τον εσωτερικευμένο κανόνα του Υπερεγώ.  Καταφέρνει όμως να επιφέρει σύγχυση ανάμεσα στις βασικές ψυχικές συνιστώσες.

Έτσι, η γενναιότητα της Σοφίας να υποκύψει στιγμιαία στη γοητεία του Τάκη, υποστηρίζεται όπως είπαμε από την ερωτική ενόρμηση, αλλά υποστηρίζεται ίσως και από το ψευδο-υπερεγώ που γιγαντώνει την ενόρμηση και αποδυναμώνει το κλασικό Υπερεγώ και το Ιδεώδες Εγώ. Μα στην περίπτωσή της το ψευδο-υπερεγώ δεν άρκεσε να την προστατεύσει από την ενοχή και τη ντροπή, που διαχειρίστηκε στη συνέχεια όπως μπόρεσε.
Αν αυτή η συνιστώσα, το ψευδο-υπερεγώ ήταν αποτελεσματικό, αν έφτανε
δηλαδή να υποκαταστήσει πράγματι το πραγματικό υπερεγώ, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μιας ιδεολογίας, φεμινιστικής στράτευσης, ας πούμε, δεν θα γεννιόταν η ενοχή κι η ντροπή. Η πράξη θα ήταν σύννομη με το πρόσταγμα του αυθεντικού Υπερεγώ. Όμως το πλαστό κατασκεύασμα που αποκαλώ ψευδο-υπερεγώ δεν έχει δύναμη και ουσιαστική υπόσταση. Την αφήνει ψυχικά ακάλυπτη. Έτσι προχωράει στην ομολογία της.
Ευτυχώς για κείνη, αλλιώς θα έπεφτε στην παγίδα της διαστροφής, σε μια επανάληψη παραβατικών πράξεων δίχως σθεναρά όρια, με απρόβλεπτες και ανυπολόγιστες ψυχικές επιπτώσεις, όπως συχνά παρατηρούμε στην ψυχοπαθολογία τον τελευταίο καιρό. Στις σύγχρονες ψυχοθεραπείες εμφανίζεται συχνότερα η διαστροφή, σπανιότερα η νεύρωση. Το ψευδο-υπερεγώ έρχεται συχνά να θολώσει τα νερά προκαλώντας τη διαστροφή και δυσκολεύοντας τη θεραπεία. Έρχεται  να παρακάμψει τη δράση του νόμου που ονομάζουμε υπερεγώ, μιας ψυχικής συνιστώσας εύκολα αναγνωρίσιμης, που ευθύνεται κλασικά για τη δημιουργία των νευρώσεων.

Αγαπητή Κατερίνα Φιλιώτου, αν μου επιτρέπατε τον ενικό θα σας έλεγα:
-Έλα να σου πω: όπως κατάλαβες, 17 χρόνια μετά την δημιουργία της ταινίας, συνεχίζει το έργο σου να μας αναστατώνει, να μας προβληματίζει, να κεντρίζει το ενδιαφέρον των ψυχολόγων. Τι θα έλεγες για όλα αυτά;
Αυτό μονάχα θα σας ρωτούσα. Απαντήστε όπως θέλετε. Έχετε το δικαίωμα να βάλετε στην κουβέντα και τον ηθικό αυτουργό της αποψινής προβολής τον Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη. Εγώ, απλά, σας ευχαριστώ.



Μάλλον η προβολή της ταινίας έβαλε κάποιους σε σκέψεις...



Ευχαριστώ
-τον Θανάση Καράβατο και τον Κυριάκο Χατζημιχαηλίδη για τη συμμετοχή τους.


-το ΛΕΞΙΚΟΠΩΛΕΙΟ για τη φιλοξενία και την τεχνική υποστήρηξη.


-τον Νίκο Ζωιόπουλο για τις φωτογραφίες


-τον Φώτη Μαρκάδα για τον σχεδιασμό της αφίσας και της πρόσκλησης.



Επόμενο, (και τελευταίο για φέτος) καφέ Ψ 
την Δευτέρα 12/6/17 στις 19κ30.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου