Καφέ ψ, Ιούν 2018.
Το ταξίδι των λέξεων, από το ψυχαναλυτικό ντιβάνι στο παράθυρο της συγγραφής.
Καλώς ήλθατε στο τελευταίο καφέ ψ της χρονιάς.
Όπως σε κάθε τέλος εποχής, κάνουμε μια στάση για να σκεφτούμε λιγάκι το τι συνέβη στην περίοδο που κλείνει σήμερα.
Φέτος στο καφέ ψ ασχοληθήκαμε με ψυχοπαθολογία.
Θέματα όπως η κατάθλιψη και η μανιοκατάθλιψη, το άγχος και τα ψυχοσωματικά συμπτώματα ήταν ανάμεσα σ’ αυτά που κουβεντιάσαμε.
Εννοείται πως δεν φιλοδοξώ να σας έχω προσφέρει την απόλυτη γνώση πάνω στα θέματα ψυχοπαθολογίας, άλλωστε είναι γνωστό πως δεν είναι αυτός ο στόχος του καφέ ψ. Δεν είναι μάθημα ούτε σεμινάριο.
Εδώ μας δίνεται η ευκαιρία να πλησιάσουμε την ψυχολογία και την ψυχανάλυση συνδυάζοντας τες με διάφορες μορφές τέχνης.
Σε κάθε μας συνάντηση η ζωγραφική και η λογοτεχνία μας έδωσαν υλικό
κατάλληλο για σκέψη και σύνδεση. Μιλώ για τις γέφυρες που αρέσκομαι να στήνω μαζί σας, ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την καλλιτεχνική δημιουργία.
Κλείνοντας σήμερα τον φετινό κύκλο των συναντήσεών μας, επιτρέψτε μου να σας εκμυστηρευτώ κάποιες σκέψεις μου για την διπλή μου ιδιότητα, του ψυχαναλυτή και του συγγραφέα. Συγγραφέα βιβλίων ψ.
Μιας και, ας μη το ξεχνάμε, το καφέ Ψ βρίσκει σταθερή και φιλόξενη στέγη σε ένα βιβλιοπωλείο, το Λεξικοπωλείο.
Το κείμενο που ακολουθεί απευθύνεται στους αναγνώστες των βιβλίων μου, σαν απάντηση σε ερωτήματα που μου δέχομαι συχνά:
«τι οδηγεί έναν ψυχαναλυτή να γράφει μυθιστορίες;
Χρησιμοποιεί τις ιστορίες των αναλυόμενων στα κείμενά του;
Πρόκειται για πραγματικά γεγονότα που ακούει στις συνεδρίες του;»
Σας διαβεβαιώ πως η πραγματικότητα έχει μεγαλύτερη φαντασία από τον μυθιστοριογράφο. Από τον μυθοπλάστη.
Στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι ακούγονται ιστορίες ανθρώπων που θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μυθιστόρημα. Διηγήσεις με ένταση, με πλοκή, με πόνο. Και πότε πότε με χαρά, με ανέλπιστη χαρά.
Σαν σε ηχητικό μυθιστόρημα ξεδιπλώνεται, συνεδρία τη συνεδρία, ο καμβάς ενός έργου, γράφεται μια ιστορία ζωής. Περιγραφές οικογενειακών στιγμών, παιδική ηλικία, περιβάλλον, πένθη, κομβικές στιγμές μεγάλες, απώλειες και τραυματισμοί.
Μάλιστα δεν είναι σπάνιο, ακούγοντας, να φαντάζομαι την συνέχεια, να την υποθέτω ή να την προβλέπω, όπως στην ανάγνωση ενός μυθιστορήματος.
Κι όμως! Μερικές συνεδρίες αργότερα, να που η ιστορία μπερδεύεται, εμφανίζονται οι ανατροπές και οι εκπλήξεις που μου θυμίζουν πως δεν είναι δουλειά μου να προτρέχω και να προεξοφλώ την ιστορία!
Δουλειά μου είναι να ακούω τις λέξεις και τις προτάσεις που προφέρονται τώρα από τον ξαπλωμένο άνθρωπο. Και που στην καλύτερη περίπτωση οι λέξεις, οι φθόγγοι, οι ήχοι, συνοδεύονται από ένα κομβόι συναισθημάτων και αισθησιακών αναμνήσεων από έναν αναστεναγμό ή ένα δάκρυ.
Μυρωδιές, χρώματα, γεύσεις, η διάθεση που επικρατούσε, το κλίμα, η ατμόσφαιρα της παλιάς, περασμένης σκηνής. Περασμένη μα όχι ξεχασμένη. Ή λίγο ξεχασμένη. Σαν ασπρόμαυρη θαμπή φωτογραφία που ξαφνικά, στη συνεδρία, παίρνει πνοή, ξαναζωντανεύει και επιβάλλεται στη μνήμη, νωπή, καμιά φορά ωμή, τολμηρή ή σκληρή, τρυφερή ή επώδυνη.
Τότε, όταν μπερδεύεται η ιστορία που ακούω, το κατανοητό αφήνει τη θέση του στο αίνιγμα, στο ερωτηματικό, στην αναρώτηση: Τί συμβαίνει; Ή γιατί; Ή πώς έγινε;
Σε αντίθεση με την ανάγνωση μυθιστορήματος, περιπλέκεται ο ειρμός, οι εικόνες παρελαύνουν δίχως λογική σειρά, ξεχνώ τα προηγούμενα κεφάλαια, δυσκολεύομαι να θυμηθώ ποιος είναι ποιος, πού, πότε, τι;
Η διήγηση, ο προφορικός λόγος με την αυθεντικότητα και τις εκπλήξεις του με παρασέρνει, το έργο που διαδραματίζεται στην ψυχαναλυτική σκηνή είναι γραμμένο, ναι, μα παίζεται τώρα μπροστά μου σε ελεύθερη απόδοση. Εντελώς ελεύθερη! Σαν τον συνειρμό που την φέρνει στο τώρα, στο εδώ. Στο ντιβάνι.
Απ’ το ντιβάνι ως το παράθυρο, δυόμισι βήματα δρόμος.
Οι ιστορίες που άκουσα, οι λέξεις, οι αναστεναγμοί, τα πένθη, οι επιθυμίες, συνωστίζονται σαν εγκλωβισμένα πουλιά στο δωμάτιο.
Ανοίγω το παράθυρο.
Βλέπω τις λέξεις-πουλιά να σχηματίζουν σχέδια, ακατανόητα στην αρχή. Είναι ρέοντες, εύπλαστοι σχηματισμοί που σιγά σιγά παίρνουν πιο συγκεκριμένη μορφή, μετουσιώνονται και γίνονται γραπτό κείμενο. Διήγημα ή μυθιστόρημα. Βιβλίο.
Τι από όλα όσα άκουσα στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες εμφανίζεται στα κείμενα; αναρωτιέμαι.
Κάποιες απροσδιόριστες κλεμμένες εκφράσεις, λέξεις ή στιγμές ή συναισθήματα. Μπλέκονται στο νου μου με τις δικές μου, καταδικές μου λέξεις και εμπειρίες. Και στο κείμενο αποδίδονται σαν σχηματισμοί πουλιών που φτιάχνουν ένα καινούργια σύννεφο λέξεων, την δική μου διήγηση, την μυθοπλασία μου.
Αν ήθελα να μιλήσω για κάτι που με συγκλονίζει στην αρχιτεκτονική θα έλεγα για τα παράθυρα. Αυτά τα μεγάλα ή μικρά, τετράγωνα η ορθογώνια ανοίγματα, μάτια κανονικά που αφήνουν να μπει το φως, ή αντίθετα, το βράδυ, φωτισμένα, να στέλνουν στον έξω κόσμο φωτεινό μήνυμα ύπαρξης ζωής στο εσωτερικό. Τα παράθυρα είναι στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος που με γοητεύουν διότι συνδέουν τους εσωτερικούς με τους εξωτερικούς χώρους, αντίθετα από τους τυφλούς τοίχους που χωρίζουν, μονώνουν, απομονώνουν.
Είναι οι ακούραστοι πρεσβευτές του μέσα και του έξω, που δέχονται και στέλνουν διακριτικά τα σημάδια της ζωής: Μια κουρτίνα που ανεμίζει, μια διακόσμηση ή ένα φυτό, είναι λεπτομέρειες που δηλώνουν καθημερινότητα, ρουτίνα, συνήθειες της οικογένειας, των ανθρώπων. Κι επίσης, απ’ την άλλη πλευρά, ένα κλειστό παντζούρι, ένα σκοτεινό παραθυρόφυλλο, η απουσία, η μοναξιά.
Θυμάμαι, την θλιβερή εντύπωση όταν, παιδάκι, στο χωριό που περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, έβλεπα τα πένθιμα παράθυρα των σπιτιών που έχασαν πρόσφατα κάποιον.
Μαύρες κορδέλες καρφιτσωμένες συμμετρικά στα κουρτινάκια εξωτερίκευαν τον πόνο που ένιωθαν εκείνοι που έμειναν πίσω, που προσπαθούσαν να συνεχίσουν να ζουν εκεί, στο εσωτερικό του σπιτιού που ορφάνεψε.
Είχα μάλιστα την πληροφορία πως στις τελευταίες στιγμές κάποιου, άνοιγε το παράθυρο για να διευκολυνθεί η ψυχή, να φύγει, να πετάξει. Για πού; ρωτούσα. Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει.
Με θυμάμαι επίσης, πρωινά αξημέρωτα, να ξεροσταλιάζω μπροστά στο κλειστό παραθυρόφυλλο της ύπαρξης που ήταν τότε για μένα το κέντρο του κόσμου. Κι όταν επιτέλους άνοιγε το παράθυρο, η μορφή του έρωτα εμφανιζόταν πλαισιωμένη απ’ τη νυχτερινή μοσχομυριστή αύρα που εξανεμιζόταν στο πρωινό φως μαζί με τα όνειρά της που λαχταρούσα να ακούσω.
Απ’ το ντιβάνι ως το παράθυρο, δυόμισι βήματα δρόμος.
Δεν κατάφερα ως τώρα να έχω γραφείο με το παράθυρο των ονείρων μου. Όταν, μετά τις συνεδρίες μου ανοίγω, αντικρύζω την πιο άκομψη πολυκατοικία του κόσμου, και οι λέξεις πουλιά πρέπει να κάνουν ελιγμούς για να κατευθυνθούν προς τα αριστερά, όπου, ευτυχώς, περιμένει ο αμέριμνος Θερμαϊκός και πίσω του, τις καθαρές μέρες, ο αγέρωχος Όλυμπος.
Πιάνεται λοιπόν το βλέμμα μου απ’ το θέαμα, κι αρχίζει η μυθοπλασία μου. Στο κείμενο εμφανίζονται μερικές από τις λέξεις που άκουσα στις συνεδρίες μα που τώρα έχουν ντυθεί το δικό μου συναίσθημα. Τώρα πια δεν μιλάει ο ασθενής για τα αδιέξοδά του αλλά ο ψυχαναλυτής για τις ιδέες του, τις αγωνίες και τους προβληματισμούς του.
Οι λέξεις, τα λόγια δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Είναι εργαλεία που ανοίγουν φωτεινά παράθυρα στη σκέψη, ο καθένας τα χρησιμοποιεί κατά βούληση, κατά περίπτωση.
Ένα δειλινό, μετά την συνεδρία, συνοδεύω στην έξοδο την κυρία που πριν λίγο μιλούσε στο ντιβάνι για τον πανικό των γηρατειών που την τρομάζουν.
Της εύχομαι «καλή επιστροφή!»
Εκείνη μου απάντησε:
«Θα πάω από την παραλία! Ο Όλυμπος παίρνει κάτι απίθανα χρώματα αυτή την εποχή. Η δύση φαίνεται μαγευτική».
(Από το μυθιστόρημα Η Μία και η Άλλη, διαβάζει η Μαργαρίτα Μάνθου)
Κατέβηκαν όπως είχαν ανέβει. Ο μεσίτης τρέχοντας στις σκάλες, οι δυο τους με τον «ανελκυστήρα». Στριμωγμένες, αμίλητες, η χαρά τους δεν είχε λόγια. Στο μισό τετραγωνικό τού ασανσέρ βρισκόταν συμπυκνωμένη τεράστια ποσότητα συγκίνησης και τρυφερότητας. Ήταν ευτυχισμένες που η μοίρα τις έφερε κοντά. Τόσο κοντά, που τύχαινε να ξαφνιάζονται και οι ίδιες. Όπως ξαφνιάζονταν και όσοι τις γνώριζαν και τις θαύμαζαν, ή τις ζήλευαν. Έγιναν πια αχώριστες. Το γεγονός μάλιστα πως ήταν συνονόματες έκανε το δίδυμό τους ανεπανάληπτο. Έτσι, για να μην μπερδεύονται, οι γνωστοί τους είχαν υιοθετήσει γι’ αυτές τα ιδιότυπα ονόματα: Ήταν η Μία και η Άλλη. Μαζί. Κόντρα στον χρόνο. Κόντρα στην μοναξιά.
Η μοναξιά των γηρατειών είναι τρομακτική και ασήκωτη. Αυτές οι δυο είχαν την τύχη, ή την εξυπνάδα, να ξεγελάσουν την πραγματικότητα. Η ιστορία τους είχε υπάρξει πλούσια, δημιουργική, ζεστή και ανθρώπινη, δεν ήθελαν να μην την συνεχίσουν με αντίστοιχες συνθήκες. Ο θάνατος τις άφησε χήρες, η ζωή απομάκρυνε τα παιδιά τους, τα γεράματα καραδοκούσαν ανελέητα. Έτσι σοφίστηκαν την συγκατοίκηση. Να βρουν ένα σπίτι για να απλώσουν την καθημερινότητα, το τώρα και το παρελθόν τους, για να χαρούν το αύριο. Δηλαδή την Δύση. Και εδώ, σ’ αυτό το σπίτι η δύση πίσω από τον Όλυμπο φαίνεται μαγευτική. Ιδίως όταν τα σύννεφα μαζεύονται γύρω της απειλητικά και άγρια.
«Θα πάω από την παραλία! Ο Όλυμπος παίρνει κάτι απίθανα χρώματα αυτή την εποχή. Η δύση φαίνεται μαγευτική» μου είχε απαντήσει η κυρία μετά τη συνεδρία της.
Να είναι οι κουβέντες της αναλυόμενής μου που μού ενέπνευσαν τη σκηνή στο απόσπασμα που ακούσαμε; Πιθανόν. Αλλά η ιστορία που περιγράφω στο βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με τη συγκεκριμένη γυναίκα. Πιθανότερο είναι με τις δικές της λέξεις να έρχονται στην επιφάνεια της δικής μου συνείδησης εμπειρίες και αγωνίες άλλων προσώπων, από το οικογενειακό ή το φιλικό μου περιβάλλον.
Πράγματι, στο μυθιστόρημα η Μία και η Άλλη, οι δύο γυναίκες θα συγκατοικήσουν. Και στο διπλανό διαμέρισμα κατοικεί ένας ψυχαναλυτής.
Στο παρακάτω απόσπασμα, ένα ιδιαίτερο παράθυρο, ένας φεγγίτης, θα πρωταγωνιστήσει. Είναι η στιγμή που η Μία κρυφακούει τα τεκταινόμενα στο γειτονικό ψυχαναλυτικό γραφείο. Και αντιλαμβάνεται με πανικό, πως η γυναίκα που μιλάει είναι η συγκάτοικός της, η Άλλη. Και μέσα στη σύγχυση, γκρεμοτσακίζεται.
Το ταξίδι των λέξεων γίνεται τώρα πιο περίπλοκο, πιο ευφάνταστο. Οι λέξεις, οι προτάσεις των συνεδριών δραπετεύουν και περνούν από τον φεγγίτη στον ακάλυπτο του γειτονικού διαμερίσματος, και απ’ εκεί έρχονται να φτιάξουν την πλοκή στο κείμενο του συγγραφέα μυθοπλάστη.
Αφήνω σε σας, τους αναγνώστες, την ελευθερία να βρείτε τους συμβολισμούς και τις συνδέσεις.
(Από το μυθιστόρημα Η Μία και η Άλλη)
Η Μία άκουσε την πόρτα και κατάλαβε πως η Άλλη επέστρεψε. Με κάποια δυσκολία, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και κατευθύνθηκε στην κουζίνα να βάλει για καφέ. Την περίμενε μην ξέροντας πώς να την αντιμετωπίσει. Ήταν πληγωμένη, πονεμένη, θλιμμένη. Για πρώτη φορά από τότε που συγκατοικούν είναι με τη νυχτικιά, αχτένιστη και απεριποίητη, θα ’λεγες μια γριά με ρυτιδιασμένο πρόσωπο, βουρκωμένα μάτια και έναν επίδεσμο στο χέρι.
Την είδε η Άλλη και σάστισε.
-Για όνομα του Θεού, τι έγινε; Τι σου συμβαίνει; Πες μου, τι έχεις; ρωτάει με ενδιαφέρον και αγωνία.
Κάθισαν η μια απέναντι στην άλλη, η Μία ξέσπασε σε λυγμούς. Τρανταζόταν το τραπέζι, οι καφέδες ξεχείλιζαν, η Άλλη παρατηρούσε αποσβολωμένη το σπαραγμό, αμίλητη δάγκωνε τα χείλη της περιμένοντας να κοπάσει το κακό. Πράγματι, σε λίγο η Μία ξανάρθε στα συγκαλά της. Την κοίταξε με γλύκα και, ξαφνικά, άλλαξε η διάθεσή της λες και το κλάμα έφερε την ανακούφιση.
-Έπεσα! λέει με χαμηλωμένο βλέμμα. Την ώρα που ήσουν δίπλα, στου Ντυπόν, έπεσα απ’ την ...παγωνιέρα, λέει και λύνεται απ’ τα γέλια ενώ τα μάτια της Άλλης κόντεψαν να εκτιναχτούν από τις κόγχες τους. Κρυφάκουγα σκαρφαλωμένη στο φεγγίτη κι όταν άκουσα πως μιλούσες εσύ, τρελάθηκα, μου ήρθε σκοτοδίνη, παραπάτησα και κουτρουβάλησα στους κουβάδες που έχουμε στοιβαγμένους στο αποθηκάκι.
-Στο φεγγίτη; ψιθυρίζει η Άλλη. Σκαρφαλωμένη στο φεγγίτη;
…
-Και στο χέρι, πώς ματώθηκες;
-Χρησιμοποιούσα ένα ποτήρι για τη ... λαθρακοή. Αυτό έσπασε και με πλήγωσε. Με το ποτήρι κολλημένο στον τοίχο κρυφάκουγα. Κάθε πρωί, στις εννιά, ο Ντυπόν έχει κανονικά μια συνεδρία με κάποια ασθενή του, ονόματι Ευρυδίκη. Σήμερα έκανε αλλαγή για σένα. Κι έτσι την πάτησα! Και, που λες, αυτή η Ευρυδίκη είναι η πηγή της δυστυχίας μου τώρα. Γιατί ο γιος μου έχει άσχημα μπλεξίματα μαζί της, εξ αιτίας μου. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Λέγε τώρα!
-Καλά, νομίζω Μία μου πως παραλογίζεσαι, λέει με έγνοια η Άλλη. Καθόλου «άλλο θέμα» δεν είναι! Λοιπόν ηρέμησε και άκουσέ με.
Το ρήμα ακούω έχει κεντρική θέση στη ζωή μου. Έγινε εργαλείο δουλειάς, κι όπως για κάθε εργαλείο φτάνει μια στιγμή που παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο, σοβαρό ή αναστρέψιμο. Ο ψυχαναλυτής, εγκλωβισμένος στη συνεδρία, αναγκασμένος να ακούει, να ακούει, τον πόνο και τα πένθη των αναλυόμενων, δίχως δικαίωμα παρέμβασης. Και τότε, ανίκανος να πάρει την παραμικρή απόσταση από τα λόγια των ασθενών του, ακούει κολλημένος στην ιστορία, και ασφυκτικά. Το εργαλείο δουλειάς του υποφέρει, η πίεση που του ασκείται κινδυνεύει να το καταστρέψει.
Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές κοιτάζω το παράθυρο και αναθαρρώ.
Απ’ το ντιβάνι ως το παράθυρο της συγγραφής, δυόμισι βήματα δρόμος.
Το κείμενο που θα γραφτεί, που ήδη άρχισε να γράφεται, το διήγημα ή το μυθιστόρημα που βουίζει κιόλας στο κεφάλι μου, θα γίνει ο επισκευαστής του εργαλείου εργασίας, θα επιβάλει την απόσταση στο άκουσμα των λόγων του ασθενούς μου. Δίχως πίεση θα επιβάλει την περιβόητη ψυχαναλυτική καλοπροαίρετη ουδετερότητα της επιπλέουσας προσοχής.
Το σύμπτωμα «δυσκολεύομαι να ακούσω» έρχεται να με σώσει από το ναυάγιο. Διότι ξέρω πως, όπως όλα τα συμπτώματα, έχει τον προστατευτικό του χαρακτήρα. Κι όταν νιώθω πως δυσκολεύομαι να ακούσω τρέχω στη συγγραφή. Και εκεί δεν δυσκολεύομαι καθόλου να εκφραστώ. Και γράφω.
Διότι ο ψυχαναλυτής, δεν μιλάει!
Το στόμα του ψυχαναλυτή δεν ανοίγει παρά για ένα επιφώνημα, μιαν έκπληξη, μόνο και μόνο για να υπογραμμίσει ένα στοιχείο προερχόμενο από το ντιβάνι. Η συνεδρία δεν είναι ο δικός του τόπος για να εκθέσει τις φαντασιώσεις του, τις ιδέες του.
Αφήνεται σε μιαν άλλη δραστηριότητα αυθόρμητης έκφρασης, σε ένα
αλλιώτικο παιχνίδι σύνθεσης λέξεων και προτάσεων, μακριά από τα λεγόμενα των ασθενών του, διαφορετικό από αυτό που παρακολούθησε στις ψυχαναλυτικές συνεδρίες του.
Έτσι το δωμάτιο της ακρόασης γίνεται το δωμάτιο της συγγραφής. Το γραπτό κείμενο, σαν ένα γιγαντιαίο ερωτικό αντικείμενο, εγκαθίσταται καταλαμβάνοντας ολόκληρη την σκηνή. Αυτή τη φορά δεν είναι ο αναλυόμενος, αλλά ο ψυχαναλυτής που έχει την περίεργη αίσθηση της «ξενικότητας», του αλλόκοτου και του τεράστιου.
Και, όπως στην ψυχανάλυση, νιώθει πως είναι η επείγουσα ανάγκη έκφρασης που εμφανίζεται, η απωθημένη επιθυμία που πιάνει όλο τον χώρο. Γράφει, πλέκει τις ιστορίες του με το νήμα των λέξεων, στα ελληνικά, στα γαλλικά, ή σε ανάμικτη γλώσσα, οι λέξεις ξέρουν επίσης να ταξιδεύουν από γλώσσα σε γλώσσα.
Μέχρι να εμφανιστεί ολοκληρωμένο το κείμενο, μέχρι το τέλος της ιστορίας, μέχρι αργά τη νύχτα, πριν το δωμάτιο γίνει και πάλι το δωμάτιο της ακρόασης των άλλων, πριν ο χώρος γίνει ξανά το ψυχαναλυτικό του γραφείο.
Αυτό γίνεται με το ταξίδι των λέξεων. Κάνουν το πήγαιν-έλα ανάμεσα σε θεραπεία και μυθοπλασία. Ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τις ιστορίες που γράφει ο ψυχαναλυτής.
Οι λέξεις, σαν τα πουλιά που φτερουγίζουν γύρω απ’ το ντιβάνι, πραγματικά Έπεα Πτερόεντα, βρίσκουν τελικά καταφύγιο στα γραπτά του αναλυτή διασχίζοντας το υποσυνείδητό του.
Απ’ το παράθυρο της συγγραφής ως το ντιβάνι δυόμισι βήματα δρόμος.
Μια μέρα έφτασε στο ντιβάνι μια ανάμνηση. Μιλούσε μια κυρία. Εικόνες, λέξεις και δάκρυα που συνόδευαν την ανάμνησή της συνωστίζονταν στο χώρο μέχρι που, αργά το βράδυ, έκαναν το ταξίδι τους, δραπετεύοντας από το παράθυρο ως τα πλήκτρα του υπολογιστή μου.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι αφήγηση μιας συνεδρίας. Εννοείται όχι πραγματικής. Το απόσπασμα όμως, έχει ένα κοινό στοιχείο με την πραγματική ιστορία που άκουσα στο ντιβάνι.
Το μοναδικό κοινό στοιχείο ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός και την φανταστική αφήγηση είναι το συναίσθημα της πίκρας για την πληγωμένη παιδικότητα.
(Απόσπασμα το μυθιστόρημα Αγαπητέ μου κύριε Ψ)
«Πρέπει να ήμουν επτά χρονών. Ο Κυριάκος είχε περάσει να με πάρει για να ψωνίσω το δώρο μου. Έτσι ήταν αυτός ο μπαμπάς. Εμφανιζόταν σαν κομήτης στις γιορτές για το δώρο. Τέλος πάντων, αυτή τη φορά με πήγε να το διαλέξω μόνος μου. Η αγορά έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. Ήξερα τι ήθελα, το πήρα, ο Κυριάκος πλήρωσε, καιρός να με αφήσει στις γυναίκες. Διαισθανόμουν τη χαρά του που τελειώσαμε νωρίς. Πήγαμε λοιπόν να συναντήσουμε τη μάνα μου. Το ραντεβού είχε οριστεί για πολύ αργότερα, αλλά ο Κυριάκος είπε πως δεν πειράζει αν δεν τη βρούμε, θα περιμένουμε. Φτάσαμε μπρος στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Νομίζω πως λεγόταν Βυζάντιο, απέναντι από την Αγία Σοφία. Την είδα μέσα. Αλλά όχι μόνη! Και έπαθα την πλάκα της ζωής μου. Ταράχτηκα πολύ, αφάνταστα. Γιατί σκέφτηκα ξαφνικά πως βρήκε τον παππού, που, υποτίθεται, ήταν εξαφανισμένος μετά τη γέννησή της. Της κρατούσε το χέρι τρυφερά, μιλούσαν με τόση οικειότητα, με αγάπη. Συγκλονίστηκα. Ποτέ μα ποτέ δεν είχα δει τέτοια χαρά στο πρόσωπο της μαμάς. Μπαίνοντας, θα τον αγκάλιαζα όσο μπορούσα πιο σφιχτά για να τον ευχαριστήσω. Αυτό ήταν το δώρο, το καλύτερο δώρο! Που έκανε τη μαμά ευτυχισμένη όπως ποτέ. Ποτέ όμως!
»Αν είχα άλλη σχέση με τον Κυριάκο, αν τον ένιωθα δικό μου άνθρωπο, θα τον έπιανα από το μανίκι και θα έλεγα: “Στάσου λιγάκι να τους δούμε, να χαρούμε τη μοναδική εικόνα. Δες πώς γελάει η μαμά μου, δες τι αστραφτερό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό της!”
»Αλλά ο Κυριάκος ήταν ένας ξένος. Ένας απόμακρος και κρύος μπαμπάς. Δεν ήθελα να του πω τίποτα. Έπιασε τι γινόταν. Ξερόβηξε και λέει: “Δεν πειράζει, θα σε αφήσω εδώ τώρα. Αν θες, μπες μόνος σου. Εγώ φεύγω”.
»Κατάλαβα από το ύφος του πως κάτι μη φυσιολογικό συνέβαινε και, λες και το ευχαριστιόταν, με άφηνε να ξεμπερδέψω μονάχος μου.
»Τους πλησίασα. Πρώτος με είδε ο παππούς καθώς τους κοίταζα πηγαίνοντας καταπάνω τους, μάζεψε το χέρι του και έγνεψε στη μαμά. Εκείνη γύρισε προς το μέρος μου έκπληκτη, αλλά στα χείλη της υπήρχε ακόμη ένα απομεινάρι ευτυχισμένου χαμόγελου.
»“Έλα, αγόρι μου. Τελειώσατε κιόλας;”
»Με φίλησε στοργικά, νομίζω πιο πολύ απ’ ό,τι συνήθως.
»“Να σου συστήσω τον φίλο μας”.
»Η καρδιά μου χτυπούσε ανελέητα.
»“Είναι ο κύριος Γιώργος, ο γιατρός από την κλινική όπου δουλεύαμε κάποτε στην Αθήνα η γιαγιά σου κι εγώ”.
»“Καλησπέρα” λέω με σπασμένα φτερά.
»Ε, μετά, ο γιατρός με κέρασε μια πάστα, η μαμά με ρώτησε για τον Κυριάκο, γιατί δεν μπήκε, τέτοια. Εγώ είχα κρεμάσει τα μούτρα και άνοιξα το δώρο να το περιεργαστώ όσο εκείνοι τελείωναν την κουβέντα τους».
Αυτή την ιστορία την είχα καταχωνιάσει κάπου πολύ βαθιά μέσα μου, ουδέποτε την ξανάφερα στον νου μου πριν από τη σημερινή συνεδρία. Τώρα που τη διηγήθηκα στον ψυχαναλυτή μου με τόσο πόνο και δάκρυα, κατάλαβα γιατί την είχα ξεγράψει. Αρχικά ήταν η μεγάλη απογοήτευση που ο παππούς δεν ήταν ο παππούς μου. Μετά, καθώς μυρίστηκα πως κάτι ύποπτο συνέβαινε, έπρεπε να την ξεχάσω, μην τύχαινε και μου ξέφευγε τίποτα και δημιουργούσα προβλήματα στη μαμά. Άλλωστε, ποτέ πια δεν ξανασυναντηθήκαμε με τον κύριο αυτό, ποτέ κανείς δεν αναφέρθηκε στο όνομά του. Εκείνος όμως είχε καταφέρει αυτό που κανένας ποτέ δεν πέτυχε. Να δώσει ευτυχία και χαμόγελο στη μαμά μου. Και σήμερα που τον θυμάμαι τον ευχαριστώ από μέσα από την καρδιά μου, όπου και να ’ναι!
Ο Ψ., που συνήθως κάτι τέτοιες στιγμές λέει «Ας σταματήσουμε εδώ για σήμερα», ρωτάει:
«Γιατρός; Εννοείτε… μεγαλογιατρός;»
Έπιασα το υπονοούμενο.
«Τι να σας πω; Δεν ξέρω. Και η θείτσα είναι πια «μακριά» για να μας απαντήσει. Είναι ο ίδιος; Είναι άλλος; Ιδέα δεν έχω. Αλλά θα ξανακούσω μια φορά την ηχογράφηση, ίσως βγάλω άκρη».
«Δύσκολο πράγμα να βγάλει κανείς άκρη με τον έρωτα» λέει ο ψυχαναλυτής αναστενάζοντας και κλείνει εδώ τη συνεδρία.
Θα κλείσω κι εγώ εδώ την περιγραφή του ταξιδιού των λέξεων. Ας κρατήσουμε απ’ αυτή τη σύντομη παρουσίαση την εικόνα του παράθυρου. Της σύνδεσης του έξω με το μέσα, την διαδρομή των λεκτικών ερεθισμάτων που ξεκινούν στο ντιβάνι, βρίσκουν τον υποδοχέα τους στο συναίσθημα και τις αγωνίες του ψυχαναλυτή και στήνουν μια άλλη σκηνή. Συνθέτουν μια άλλη ιστορία που έχει στόχο την αποφόρτιση, την ευχαρίστηση, την ψυχαγωγία. Έτσι επιστρέφουν σαν μυθοπλασία, σαν μυθιστόρημα, στο φως του έξω κόσμου, στην κοινωνία.
Και μια που φτάσαμε στο τέλος, σας προτείνω ένα βίντεο με έναν άλλο
συνδυασμό ψυχανάλυσης-μυθοπλασίας και ζωγραφικής.
Η ζωγραφική είναι του Νίκου Αγγελίδη, το διήγημα δικό μου. Έλεγα πριν για το δωμάτιο της ακρόασης που γίνεται δωμάτιο της συγγραφής. Το διήγημα που θα ακούσουμε έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο, το δωμάτιο, και μιλάει για ένα άδειο δωμάτιο προθάλαμο της ψυχανάλυσης.
Να είναι, αλήθεια, ο ψυχαναλυτής ο ίδιος που μιλάει, να είναι ο ασθενής του; Άνδρας μιλάει; Γυναίκα; Δεν το μαθαίνουμε. Σκόπιμα δεν υπάρχει στο διήγημα ένδειξη για το φύλο του αφηγητή.
Υποτίθεται πως πρόκειται για την τελευταία συνεδρία κάποιου ή κάποιας που περιδιαβαίνει την αρχιτεκτονική των αναμνήσεων, τώρα που βρίσκεται στην έξοδο του κόσμου που έστησε στην ψυχανάλυση. Είναι μια γέφυρα ανάμεσα στην αρχή και το τέλος της ψυχαναλυτικής εμπειρίας. Και πώς αλλιώς να στήσει κανείς μια γέφυρα δίχως την αρχιτεκτονική; Στο βίντεο οι αρχιτεκτονημένοι χώροι που στήνει ο Αγγελίδης με τη ζωγραφική του γίνονται τα εύγλωττα σύμβολα που ζωντανεύουν τον γραπτό λόγο απ’ το παράθυρο του συγγραφέα-ψυχαναλυτή. Με το διήγημα Το δωμάτιο κλείνει ο κύκλος, "αρχιτεκτονική, ψυχανάλυση και συγγραφή".
Και να τολμήσω τη σύνδεση; Απ’ το ψυχαναλυτικό ντιβάνι ως το καβαλέτο του Αγγελίδη δυόμισι βήματα δρόμος…
ΒΙΝΤΕΟ