Κείμενο Γ. Βαϊτσαρά:
Καλησπέρα σας,
Όπως ξέρετε, σήμερα χρησιμοποιούμε σαν αφορμή για το καφέ ψ, την πρόσφατη
δημιουργία των εκδόσεων Στερέωμα.
Πρέπει να ξεκαθαρίσω από την αρχή πως, αν μου άρεσε αυτό το βιβλίο, σίγουρα
δεν είναι επειδή βούτηξα ευτυχής στην καταναλωτική τρέλα
του μεγάλου παρισινού καταστήματος
που λέγεται Παράδεισος των Κυριών.
Μισώ τα ψώνια, το εμπόριο μου είναι αδιάφορο, απεχθάνομαι να κυκλοφορώ στα
μαγαζιά, εκτός, (rassure-toi, Odile!), εκτός αν πρόκειται για βιβλιοπωλείο.
Διάβασα το Au Bonheur des Dames
το περασμένο καλοκαίρι, στο πρωτότυπο. Με απορρόφησε από την πρώτη σελίδα και
το τέλειωσα μέσα σε λίγες μέρες, μέρες απόλυτης αναγνωστικής απόλαυσης.
Στο μεταξύ, καθώς τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο, ήξερα πως η Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
το μετέφραζε ήδη, elle était en train de le traduire, είναι η σωστότερη έκφραση
που δεν αποδίδεται ακριβώς στα ελληνικά.
Ευαισθητοποιημένος καθώς είμαι σε θέματα ακριβούς λεκτικής απόδοσης του
νοήματος, όσο διάβαζα το βιβλίο τού Ζολά, σε κάθε σελίδα, ίσως και σε κάθε
γραμμή, απορούσα για το πώς θα κατάφερνε η Ιφιγένεια να το μεταφράσει στα
ελληνικά.
Σκέφτηκα, και της το έγραψα τότε νομίζω, πως θα πρόκειται για άθλο.
Σήμερα λοιπόν έχουμε το αποτέλεσμα του άθλου μπροστά μας.
Κυρίες και κύριοι, ο παράδεισος των κυριών άνοιξε και σας περιμένει.
Σας καλωσορίζω στο τέταρτο καφέ ψ.
Σε έναν άλλο παράδεισο, αυτόν του Λεξικοπωλείου, καλωσορίζω με χαρά δύο
κυρίες που δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας τις σκέψεις τους πάνω στο θέμα:
Μετάφραση-Ερμηνεία, από την
λογοτεχνία στην ψυχανάλυση.
Η κυρία Ιφιγένεια Μποτουροπούλου είναι καθηγήτρια της Ιστορίας του Γαλλικού
Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μεταφράστρια.
Η κυρία Μαργαρίτα Μάνθου είναι κλινική
ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και με μια μικρή μεταφραστική εμπειρία.
Ανάμεσα σε αυτά που μας συνδέουν είναι η διγλωσσία. Είμαστε
και οι τρεις μας δίγλωσσοι, έχουμε μια στενότατη σχέση με τη γαλλική γλώσσα. Όποιος είναι δίγλωσσος αντιλαμβάνεται
εύκολα πως η μετάφραση κατέχει κυρίαρχη θέση στο πνεύμα του. Άπειρες φορές το μυαλό κάνει περάσματα από τη
μια γλώσσα στην άλλη, αμέτρητες είναι οι σκέψεις που μεταφέρονται,
μεταφράζονται από την εδώ στην εκεί πραγματικότητα και το αντίστροφο,
προσπαθώντας να διατηρηθεί αναλλοίωτο το νόημα.
Στην εισαγωγή μου θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω την σχέση που συνδέει τις δύο
έννοιες, την ερμηνεία και την μετάφραση. Φυσικά, έχοντας πάντα στο νου μου την
ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική.
Από το βιβλίο του Ιωάννη Κακριδή Το
μεταφραστικό πρόβλημα, (1948) αντιγράφω δυο παραγράφους από το κεφάλαιο
Μετάφραση και Ερμηνεία (σελ. 14-15):
…Ειδικότερα ο φιλόλογος, που
ρίχνει το βάρος της προσπάθειάς του στα έργα του λόγου, θα χρειαστεί να
πλησιάσει τον αρχαίο κλασσικό από δύο
δρόμους, από τη μετάφραση και από την ερμηνεία.
Η μετάφραση που θα προσπαθήσει
να κάνει του κλασικού, θα του δώσει την δυνατότητα να γνωρίσει βαθύτερα τη
γλώσσα του, να την αντικρίσει όχι στατικά μόνο, με ποια μορφή του παρουσιάζεται
εδώ, αλλά και δυναμικά, ποιες αξίες δίνει με τη μορφή αυτή.
Με την ερμηνεία θα ζητήσει
περνώντας πρώτα από την μορφή και το υλικό περιεχόμενο να ξεπεράσει και μορφή
και περιεχόμενο για να συλλάβει την απόλυτη αξία του έργου και έτσι να χαρεί
όλον τον κόσμο που έκλεισε ο ποιητής στη δημιουργία του.
Η απόφαση να μεταφράσουμε
ένα έργο προϋποθέτει ότι το έχουμε ως ένα βαθμό ερμηνεύσει μέσα μας. Με τη
σειρά μας θα έρθει ύστερα η μετάφραση να μας βοηθήσει για μια πιο ολοκληρωμένη
και πιο σωστή ερμηνεία, για να σταθεί κι αυτή αφορμή για μια καλύτερη πάλι
απόδοση. Η μετάφραση, που θα βγει στο τέλος ύστερα από τόσο δούλεμα, θα είναι η
αμεσότερη ερμηνεία που θα έχουμε κάνει στο έργο.
Ένας που θα θέληση να χαρεί έναν ποιητή χωρίς να βασανιστεί,
και να τον μεταφράσει, στερεί τον εαυτό του ένα από τα πιο σημαντικά βοηθήματα
της ερμηνείας. Όποιος πάλι πει να μεταφράσει χωρίς τη δύναμη και τον πόθο της
ερμηνείας κατεβάζει μια πνευματική προσπάθεια από τις πιο γόνιμες σε μιαν
απασχόληση άψυχη και βάναυση.
Μετάφραση και ερμηνεία σαν
προσπάθειες είναι δύο δρόμοι ξεχωριστοί, κι ας βρίσκονται σε ακατάπαυστη
αλληλεπίδραση. Σαν έργα συμπληρωμένα εκφράζουν ένα πράγμα και τα δύο: τον κόσμο
που ξύπνησε μέσα μας το έργο το κλασσικό.
Η σχέση των δύο όρων
είναι συμπληρωματική: η ερμηνεία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετάφρασης
και η μετάφραση ως ενέργεια αποτελεί πολύτιμο βοήθημα της ερμηνείας. Επιπλέον,
η μετάφραση ως τελειωμένο έργο συνιστά την αμεσότερη ερμηνεία του κειμένου.
Αντιλαμβάνομαι λοιπόν πως η σύνθετη εργασία της
μετάφρασης εμπεριέχει την ερμηνεία. Ο μεταφραστής έρχεται αντιμέτωπος με τη
δυσκολία των ορίων ανάμεσα στις δυο έννοιες. Διότι, σε κάθε περίπτωση, και σε
αντίθεση με τον συγγραφέα, που έχει δικαίωμα να γράφει κυριολεκτικά ό,τι του
καπνίσει, ο μεταφραστής απαγορεύεται να μεταφράζει ό,τι θέλει, βλέπε ό,τι
ερμηνεύει. Έτσι, η μετάφραση, ιδίως σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων, είναι
συχνά δυσκολότερη από τη γραφή.
Είναι γνωστή η (ελαφρώς χυδαία) πρόταση πως η μετάφραση
είναι σαν τη γυναίκα: Αν είναι ωραία δεν είναι πιστή κι αν είναι πιστή δεν
είναι ωραία. Πόσο μπορεί να ισχύει αυτό; Υποθέτω, πως είναι θέμα έρωτα, όπως
στη ζωή. Μπορείς να είσαι ωραίος και πιστός μόνον όταν είσαι ερωτευμένος. Και
όταν διαβάζω μεταφράσεις αντιλαμβάνομαι εύκολα πότε ο μεταφραστής έχει
ερωτευτεί το πρωτότυπο. Και μόνο τότε είναι ικανός για άθλους! Τότε μόνον μπορεί
να μας υποσχεθεί και να μας στήσει αναγνωστικούς Παράδεισους.
Ο βραβευμένος μεταφραστής Κρίτων Ηλιόπουλος
γράφει: «Δεν υπάρχουν δύο ίδιες μεταφράσεις. Δύο μεταφραστές που θα μεταφράσουν
το ίδιο βιβλίο θα δώσουν δύο διαφορετικές εκδοχές που θα βασίζονται στις
διαφορετικές ερμηνείες τους. Επομένως, κάθε μεταφραστής δίνει τη δική του
εκδοχή στον αναγνώστη». Και με τη σειρά του ο αναγνώστης θα δώσει κι εκείνος
την εκδοχή του, διαβάζοντας και ερμηνεύοντας την μετάφραση του πρωτοτύπου.
Δημιουργία και συν-δημιουργία, ο συγγραφέας
δημιουργεί, ο μεταφραστής και ο αναγνώστης συν-δημιουργούν μαζί του. Στόχος και
των τριών είναι η ανακάλυψη των ψυχικών δυνάμεων του καθένα.
Όταν έγραφα αυτό το κείμενο δεν ήξερα πως η Κλαίρη Συνοδινού θα μας άφηνε για πάντα τρεις μέρες πριν αυτό το καφέ ψ. Καλό της ταξίδι! |
Η ψυχαναλύτρια Κλαίρη Συνοδινού στον
πρόλογο του νέου βιβλίου του Χάρη Μωρίκη, γράφει:
"Από όποια πλευρά κι αν προσεγγίσουμε τη δημιουργία,
είτε ως αποδέκτες, είτε ως πομποί, το βαθύτερο κίνητρό μας είναι να
κατακτήσουμε το νόημα των δικών μας μετουσιωτικών δυνάμεων, να
αυτο-ανακαλυφθούμε".
Τελειώνοντας, για να διευκολύνω την εξέλιξη
της συζήτησης και να την τροφοδοτήσω, κάνω μια υπόθεση εργασίας που θα βρει
απαντήσεις ελπίζω με τις παρεμβάσεις των δυο καλεσμένων μας. Να μια σχηματική
σύνδεση ανάμεσα σε Ερμηνεία, Ψυχανάλυση, Λογοτεχνία και Μετάφραση.
Στην ψυχανάλυση θα υπάρξει ερμηνεία των
κατασκευών του υποσυνείδητου. Αυτό είναι που καραδοκεί ο ψυχαναλυτής, την εμφάνιση
του υποσυνείδητου και την ερμηνεία του.
Ο συγγραφέας βουτάει στο υποσυνείδητο και
φέρνει στην επιφάνεια το λογοτεχνικό του κείμενο.
Ο αναγνώστης θα ερμηνεύσει το κείμενο του
συγγραφέα με βάση τα δικά του ερμηνευτικά εργαλεία, δηλαδή το δικό του
υποσυνείδητο.
Ο Μεταφραστής θα ερμηνεύσει επίσης, σε μια
πρώτη φάση σαν αναγνώστης. Στη συνέχεια όμως για να προχωρήσει στην μετάφραση
θα χρειαστεί ένα «πλαίσιο». Σαν τον ψυχαναλυτή, θα αποφύγει την ανεξέλεγκτη
ερμηνεία, θα ελέγξει την εμπλοκή του δικού του υποσυνείδητου στο μεταφραστικό
αποτέλεσμα. Έτσι ώστε το κείμενο να αποδίδει όσο το δυνατόν καλύτερα το πνεύμα
του συγγραφέα και όχι τις ασυνείδητες επιθυμίες του μεταφραστή.
Τέλος, μια υπενθύμιση για τη μεγάλη σημασία
της διγλωσσίας και άρα της μετάφρασης στην ψυχαναλυτική διαδικασία.
Όσα χρόνια ασχολούμαι με την ψυχανάλυση
πάντα μια ερώτηση τριγυρνάει στο νου μου σχετικά με τη διγλωσσία, την
χρησιμοποίηση άλλης λέξης από άλλη γλώσσα στις εκφράσεις του υποσυνείδητου,
όπως στα όνειρα για παράδειγμα. Το ερώτημα είναι:
Βάζει η ξένη λέξη ή έκφραση μια κάποια ψυχική απόσταση; Το πέρασμα ανάμεσα
στις δυο γλώσσες αφαιρεί κάτι από την συναισθηματική φόρτιση της μητρικής
γλώσσας; Πόσο πιο εύκολο, πιο ανώδυνο, είναι να χρησιμοποιήσω την ξένη «κακή
λέξη»;
Η απάντηση που δίνω είναι πως ναι, σίγουρα, το πέρασμα στην άλλη γλώσσα
εγκαθιστά μια μόνωση, αφαιρεί από τη λέξη το συναισθηματικό, το ενορμητικό ή
λιβιδινικό φορτίο που έχει στη μητρική γλώσσα.
Για τον ψυχαναλυτή που ακούει έναν δίγλωσσο
αναλυόμενο, καθώς το κάθε πράγμα έχει δυο ονόματα σε διαφορετικές γλώσσες, η
ανάλυση γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. Το υποσυνείδητο του αναλυόμενου εμφανίζει το
όνομα, την λέξη, το σημαίνον, στη μια ή στην άλλη γλώσσα. Η ερμηνεία και η
ανακάλυψη του σημαινόμενου, περνάει τότε αναγκαστικά από τη μετάφραση και η
επεξεργασία του υποσυνείδητου αποκτά πλούσιο περιεχόμενο και η ανάλυση
διευκολύνεται με αναπάντεχο τρόπο.
Και μάλιστα, όταν και ο αναλυτής είναι
δίγλωσσος, το ενδιαφέρον διπλασιάζεται.
Αν, ας πούμε, ήμουν Γάλλος ψυχαναλυτής (θα
γνώριζα φυσικά τον Εμίλ Ζολά και το Au Bonheur des Dames) και αν
η Ιφιγένεια Μποτουροπούλου ήταν αναλυόμενή μου και μου ανακοίνωνε τον τίτλο που
έδωσε στη μετάφραση τού βιβλίου θα ρωτούσα με ενδιαφέρον (και ίσως με κάποια ελπίδα
να ψαρέψω λαβράκι σχετικά με τις υπόγειες διαδρομές του υποσυνείδητου της
αναλυόμενης). Θα της έλεγα:
-Γράψατε «Παράδεισο»! λέξη φορτωμένη
ιδεολογικά, με παραπομπές στους πρωτόπλαστους, στην αγνότητα, τον πειρασμό και
την αμαρτία. Γιατί όχι «Ευτυχία», που είναι η ακριβής (η επιλέξει ή η πιστή)
μετάφραση στον γαλλικό τίτλο;
Από κει, φαντάζεστε πόσα ενδιαφέροντα θα
άκουγε το ψυχαναλυτικό αυτί μου σχετικά με τα υπολανθάνοντα και υποσυνείδητα εσωτερικά
μονοπάτια, στους ψυχικούς δαιδάλους της μεταφράστριας!
Κείμενο Ιφ. Μποτουροπούλου:
Θα
ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γιάννη Βαϊτσαρά για την ευγενική πρόσκληση να είμαι
απόψε το βράδυ κοντά σας. Ευχαριστώ όλους που επιλέξατε να συμμετάσχετε στην
αποψινή συζήτηση γύρω από τα ζητήματα μετάφρασης κι ερμηνείας με αφορμή το
βιβλίο στον Παράδεισο των Κυριών του Εμίλ
Ζολά των Εκδόσεων Στερέωμα, κι ευχαριστώ επίσης το Λεξικοπωλείο για τη
θερμή φιλοξενία .
Ο Εμίλ Ζολά,
ως μυθιστοριογράφος είναι πολύ αγαπητός στο ελληνικό κοινό, καθώς μερικά από τα
πιο διάσημα έργα του όπως η Νανά,
έθρεψαν γενιές ολόκληρες στα νιάτα μας. Αλλά και η Τερέζα Ρακέν, Η κοιλιά του
Παρισιού, Η Ταβέρνα, Το ανθρώπινο κτήνος, μας εισήγαγαν στην ατμόσφαιρα της
γαλλικής κοινωνίας της εποχής και στα προβλήματα της εργατικής τάξης, όπως τα
περιέγραψε στο περίφημο έργο του Ζερμινάλ.
Με τον Παράδεισο των κυριών, που
γράφτηκε στα 1883, ο Ζολά μας περιγράφει αφενός το τέλος εποχής
του λιανικού εμπορίου όπως γινόταν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, και
αφετέρου την αρχή μιας νέας κατάστασης πραγμάτων που θα φέρουν τα τεράστια
πολυκαταστήματα, κατάσταση που θα εξαφανίσει όχι μόνο τους μικροεμπόρους αλλά
θα ταράξει γενικότερα τα νερά και θα έχει επιπτώσεις στη γαλλική κοινωνία, καθώς η εμφάνιση των
πολυκαταστημάτων συνεπάγεται την αλλαγή εκ βάθρων της ζωής της εργατικής τάξης,
συγχρόνως όμως θα σημάνει και το πέρασμα στους μοντέρνους καιρούς. Κι όλα αυτά
διαδραματίζονται με φόντο μιαν απίστευτη ιστορία αγάπης που είναι ανατρεπτική
και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος νιώθει να βυθίζεται σιγά
σιγά σ’ αυτό το μυθιστόρημα, μέσα από τα μάτια των ηρώων, στον κόσμο της
γυναικείας μόδας αλλά και των αλλαγών που συμβαίνουν στο Παρίσι της εποχής,
καθώς αναδύεται η εικόνα μιας πόλης που έμελλε να γίνει κέντρο του κόσμου.
Το
μυθιστόρημα αυτό μεταφράζεται πρώτη φορά σε ελληνική γλώσσα, υποθέτω λόγω των ιδιαίτερων
δυσκολιών σε επίπεδο μετάφρασης, καθώς ο Ζολά μας δίνει εικόνες για το
πολυκατάστημα και τα είδη που πωλούνται εκεί λες και είναι εξπέρ στα ζητήματα
υφασμάτων και μόδας, χρησιμοποιώντας ένα λεξιλόγιο και εικόνες που απαιτούν εγκυκλοπαιδικές
γνώσεις. Οι σχολιαστές του αναφέρουν ότι υπάρχουν στα αρχεία του απίστευτες
σημειώσεις χιλιάδων σελίδων σχετικά με την αρχιτεκτονική, τη μόδα, και τον
τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και του μάρκετινκγ της εποχής, καθώς και την
γυναικεία ψυχολογία. Οι δυσκολίες στη μετάφραση προκύπτουν λοιπόν από την
αναφορά εξειδικευμένης ορολογίας για τη μόδα και την αρχιτεκτονική του
πολυκαταστήματος, που στα γαλλικά ο Ζολά το ονόμασε Au Bonheur des Dames
και που είχε σαν πρότυπο ένα αληθινό πολυκατάστημα, το Au Bon Marché, που ήταν για την εποχή του ένα πραγματικό
θαύμα τεχνολογίας αλλά και πλούτου, και από το οποίο είναι και η φωτογραφία του
εξωφύλλου. Χρειάστηκε να απευθυνθώ σε φίλους που διέθεταν τις συγκεκριμένες
γνώσεις ώστε να μην αδικήσω την ομορφιά του κειμένου, κυρίως για την
αρχιτεκτονική της εποχής που είναι ύμνος για τις σιδηροκατασκευές στους
εσωτερικούς κυρίως χώρους, που αντέγραφαν την ελαφράδα του Άιφελ, αλλά ύμνος
και για τις μνημειώδεις προσόψεις του πολυκαταστήματος που παρέπεμπαν σε ναό
που κατασκευάστηκε για τη λατρεία της γυναίκας.
Μοιραία λοιπόν, η μετάφραση ενός
τέτοιου έργου, έτσι κι αλλιώς είναι πολύπλοκη
διαδικασία που προϋποθέτει όχι
μόνο άριστη γνώση της γλώσσας που μεταφράζεται, αλλά και της μητρικής στην
οποία μεταφέρεις το μυθιστόρημα. Ο μεταφραστής πρέπει να έχει εργαλεία για να
τα καταφέρει, κι αυτά είναι, πέρα από τις γνώσεις και τις εμπειρίες, η υπομονή,
η επιμονή, η αναζήτηση του τέλειου, όσο αυτό μπορεί να είναι δυνατόν. Και
βέβαια είναι κυρίως, και πάνω απ’ όλα, κατάθεση ψυχής. Το βιβλίο του Ζολά που μας απασχολεί απόψε, Στον
Παράδεισο των Κυριών, προσωπικά το αγάπησα, το ενστερνίστηκα, αγάπησα τους
ήρωες του, ταξίδεψα μαζί του.
Η Λίζα Σιόλα από τις εκδόσεις Στερέωμα. |
Ο
μεταφραστής λοιπόν καλείται να εργαστεί σε πολλά επίπεδα: πρωτ’ απ’ όλα να
αποδώσει το υπέροχο λογοτεχνικό ύφος του Ζολά μένοντας όμως πιστός στο γαλλικό
κείμενο, και να μεταφέρει στον έλληνα αναγνώστη τη μαγεία ενός κόσμου όπως εκείνος
τον κατέγραψε. Κι αυτό, σας βεβαιώνω, είναι από μόνο του ένας άθλος. Ύστερα,
πρέπει να κατορθώσει να βγάλει όλη την συγκίνηση και την απόγνωση ανθρώπων από
έναν κόσμο που καταρρέει και χάνεται, έναν κόσμο που δεν μπόρεσε να δει τα
σημεία των καιρών και να τα ακολουθήσει ώστε να επιβιώσει. Παίζονται επί μέρους
μικρά και μεγάλα δράματα στις ζωές και των υπολοίπων ηρώων, απλών πωλητών και
πωλητριών, μικρο-εμπόρων, γιατί η επίδραση των πολυκαταστημάτων γεννά, στις
αρχές της δεκαετίας του 1880, μια ψυχολογία που φαίνεται να γνώριζε καλά ο
Ζολά. Κάνει λόγο για τον διαβρωτικό ρόλο
των πολυκαταστημάτων, τις επιδημίες κλοπής και νευρώσεων που οφείλονται στα
«Μεγάλα Παζάρια», τα διεφθαρμένα ήθη των πωλητριών και τις ίντριγκες που
υπήρχαν. Μιλά για «μεθυστικές εκθέσεις… χάιδεμα υφασμάτων… ζαλιστικούς
αντικατοπτρισμούς… άγριες γοητείες», μ’ ένα λυρισμό, που δεν εκφράζει μόνο τη
σχεδόν σαρκική ευαισθησία του συγγραφέα, αλλά μεταφράζει τα αποτελέσματα μιας
εμπορικής πολιτικής που στόχο έχει να «εκπλήξει» με την ισχυρή έννοια του όρου
γυναίκες που αυτό-προστατεύονταν από συνήθειες ελέγχου και συνετής
συμπεριφοράς. Μας παρουσιάζει γυναίκες «χλομές από επιθυμία» μπροστά στα
μεταξωτά, η λάμψη των οποίων μοιάζει με τις απαγορευμένες επιθυμίες, «πιασμένες
στην παγίδα της αφθονίας μιας τέτοιας πολυτέλειας και με την ακαταμάχητη
επιθυμία να ριχτούν εκεί μέσα και να χαθούν». Πραγματικά πρόκειται για
μυθιστόρημα που αναδεικνύει την ανθρώπινη φύση όπως την περιέγραψε ένας μεγάλος
δεξιοτέχνης του είδους.
Ελπίζω να
κατάφερα να μεταφέρω πιστά αυτό το υπέροχο κλίμα κι εύχομαι να το απολαύσετε
όσο κι εγώ.
Σας ευχαριστώ,
Ιφιγένεια Μποτουροπούλου.
Διήγημα
του Γ. Βαϊτσαρά,
Μία αναλυόμενη μιλάει, ο ψυχαναλυτής σκέφτεται και ερμηνεύει:
Το Εμπορικόν Κουτσίνα
Αναλυόμενη: Στριφογυρίζω στο
ντιβάνι, κοιτάζω περίεργα τον χώρο.
Ψυχαναλυτής: Στριφογυρίζει στο ντιβάνι, κοιτάζει περίεργα τον χώρο,
μάλλον προσπαθεί να κερδίσει χρόνο.
Α: Να σας πω κάτι;
Το γραφείο σας εδώ, με όλα τούτα τα τακτοποιημένα βιβλία τριγύρω στα ράφια, μου
φέρνει στο νου μια εικόνα απ’ τα παλιά, δεν ξέρω αν εχει σημασία, αλλά αφού μου
λέτε να λέω πάντα ό,τι περνάει απ’ το μυαλό μου ας σας την περιγράψω.
Ψ: Να μου πει κάτι; Χμ, ερώτηση που φανερώνει δισταγμό… Το
γραφείο μου εδώ, με όλα τούτα τα τακτοποιημένα βιβλία τριγύρω στα ράφια, (μεταξύ
μας, όχι και τόσο τακτοποιημένα, μόνο εγώ ξέρω πόσο χρόνο χάνω κάθε φορά που
ψάχνω κάτι…) Τέλος πάντων, το γραφείο μου εδώ τής φέρνει στο νου μια εικόνα απ’
τα παλιά, φυσικά και εχει σημασία, κι αφού της λέω πάντα να τηρεί τον κανόνα
του ελεύθερου συνειρμού, ας μου την περιγράψει. Περιμένω σιωπηλός, τα χαίρομαι
κάτι τέτοια, όταν έρχονται ξαφνικές οι αναμνήσεις.
Α: Μου είχατε πει
κάποτε πως ορισμένες μνήμες σφηνώνουν στο μυαλό κι εμφανίζονται απρόσκλητες
στην ψυχανάλυση, ξεκομένες απ’ την πραγματικότητα και μάλιστα με επιμονή. Τώρα,
αν δεν κάνω λάθος, ο Φρόιντ είχε αποκαλέσει αυτό το φαινόμενο «ανάμνηση-οθόνη ή
κουρτίνα»...
Ψ: Μάλλον θα το είχα πει, αλλά τι να κρύβεται άραγε πίσω
απ’ αυτά τα λόγια, τα δήθεν επιστημονικά, τα εκλογικευμένα; «Εκλογίκευση»
λέγεται ο αμυντικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή. Περιγράφει το
φαινόμενο «ανάμνηση-οθόνη» ή όπως λέει «κουρτίνα», τρώγοντας τον χρόνο,
διστάζοντας ή μην μπορώντας να μιλήσει αυθόρμητα, δίχως τη βοήθεια της λογικής…
Τι να κρύβεται πισω απ’ την κουρτίνα;
Α: Τι να κρύβεται
άραγε πίσω από την κουρτίνα; Θα δούμε. Εγώ θα σας πω ό,τι θυμάμαι,
εσείς, ως
ψυχαναλυτής, θα ερμηνεύσετε. Αν καταδεχτείτε ,βέβαια, να μου πείτε τη σκέψη
σας.
Ψ: Θα δούμε, αυτή θα πει, εγώ θα ερμηνεύσω, ίσως, αλλά θα
ήταν καλύτερο να περιμένω να μου πει τη δική της ερμηνεία. Αν καταφέρει βέβαια
να μου πει τη σκέψη της.
Α: Δεκαετία του
εξήντα, παραμονή πρωτοχρονιάς. Βγήκαμε βόλτα στα μαγαζιά με τον μπαμπά.
Εκείνος, ο αδερφός μου κι εγώ. Η μαμά στο σπίτι να ετοιμάσει τραπέζι.
Είστε νεώτερος από
μένα δεν θα τα ζήσατε εκείνα τα όμορφα χρόνια.
Ψ: Αντε πάλι, πισωγύρισμα. Τι δουλειά έχει τώρα η ηλικία
μου; Πάνω που χάρηκα κι άρχισε τη διήγηση, «δεκαετία του εξήντα, παραμονή
πρωτοχρονιάς, βγήκανε βόλτα στα μαγαζιά με τον μπαμπά…» τα έζησα εγώ ή όχι,
άσχετο και αδιάφορο, η εικόνα αρχίζει να διαγράφεται στο μυαλό μου.
Α: Η οδός Ερμού,
στο Βόλο, πήχτρα στον κόσμο. Τα καταστήματα κατάφωτα, λαμπερά. Οι άνθρωποι καλοντυμένοι
με παλτά και κασκόλ, με κόκκινες μύτες απ’ το κρύο, προχωρούν φορτωμένοι πακέτα
και σακκούλες. Και λουλούδια. Πολλά λουλούδια. Δακράκια. Τα ξέρετε τα δακράκια;
Με το διακριτικό, μοναδικό άρωμα; Μερικοί τα λένε ζουμπούλια αλλά εγώ τα λέω
όπως τα ξέραμε τότε, δακράκια.
Ψ: Κρίμα που δεν είμαι ζωγράφος ή σκηνοθέτης. Θα έστηνα
έναν ωραίο πίνακα με πλήθη στην οδό Ερμού, μπρος σε φωτισμένες βιτρίνες. Θα
πρόσθετα και μπαλόνια! Πολλά μπαλόνια, πολύχρωμα, χαρούμενα. Και στις γωνίες
μικροπωλητές με μπουκετάκια από δακράκια. Αλλά… γιατί δακράκια; Γιατί όχι
πανσέδες, ή χειμώνανθους;
Α: Τι όνομα κι αυτά
τα λουλούδια! Ρομαντικό! Νοσταλγικά τρυφερό, να, μούρχονται δάκρυα στα μάτια,
νιώθω να μυρίζω τη μοσχοβολιά τους.
Ψ: Επιτέλους! Προχωρεί σε ερμηνείες! Τη νιώθω που
συγκινείται, της έρχονται δάκρυα στα μάτια. Λες γι αυτό κι εγώ να έβαλα στο
σενάριο μπαλόνια και χαρούλες, λες να κατάλαβα πως η συγκίνηση και η νοσταλγία μάς
πλησίαζαν απειλητικά; Άρκεσε ένα όνομα λουλουδιών για να γεμίσει το γραφείο νοσταλγία,
άρωμα παιδικής ανάμνησης, θαρρείς πως νιώθω κι εγώ τώρα να μυρίζω τη μοσχοβολιά
τους.
Α: Εκεί, που λέτε,
γωνία Ερμού με Ιωλκού, ήταν ένα μεγάλο κατάστημα, τεράστιο, ολοκαίνουργο. Εμπορικόν
«ο Κουτσίνας». Είχε μια μεγαλόπρεπη είσοδο γωνιακή, ανέβαινες ένα ημικυκλικό, μαρμάρινο
πλατύσκαλο, άνοιγες τη βαριά μαντεμένια πόρτα με το διάφανο κρύσταλλο κι
έμπαινες σ’ έναν άλλο κόσμο, πλούσιο, μαγικό. Τι θαύμα! Τι χώρος! Σ’ όλο το
ισόγειο είχε τριγύρω ξύλινους πάγκους και πάνω τους απλώνονταν κάθε λογής υφάσματα,
σε τόπια, ανοιγμένα λίγο, πανιά χρωματιστά, απλωτά ή διπλωμένα άλλα,
εκτεθειμένα στη θέα και την αφή του αδηφάγου πλήθους.
Και γύρω στους
τοίχους ράφια, ατελείωτα ράφια με υφάσματα. Για φορέματα, κοστούμια, καλύματα,
κουρτίνες…
Ψ: Τι να κρύβεται πίσω από την κουρτίνα; Τι να κρύβεται
πίσω απ’ αυτή τη λεπτομερή περιγραφή του Εμπορικού, τού… πώς το είπε; Κουτσίνα;
Α: Γιατί σας τα λέω
τώρα όλα αυτά; Α, ναι! Μπήκαμε λοιπόν με τον μπαμπά. Εγώ του κρατούσα σφιχτά το
χέρι, ένιωθα να χάνομαι στο τεράστιο εσωτερικό. Ναι, η οροφή που κάλυπτε το
κατάστημα ήταν ψηλά, ψηλά, τουλάχιστον δυό πατώματα ψηλώτερα από ένα κανονικό
ταβάνι και στη μέση κρεμόταν ένας πολυέλαιος όπως στις εκκλησίες. Κοίταζα σαν
χαζή κι έσφιγγα το χέρι του μπαμπά μου, που έδειχνε να ξέρει τι ψάχνει μέσα στο
χάος του εμπορικού. Μικρούλα ήμουν, θα έμοιαζα σαν μύγα στον πανύψηλο χώρο.
Ψ: Σαν μύγα! Σαν τα ενοχλητικά έντομα που, ενώ τα
διώχνεις, αυτά κολλούν πάνω σου προσπαθώντας μάταια να τραβήξουν την προσοχή
σου.
Α: Μετά ήρθε η
απογοήτευση.
Ψ: Νάτα! Η λέξη «μύγα» με είχε πρετοιμάσει για τη
συνέχεια.
Α: Σε όλο αυτό το
γεμάτο μαγαζί, με τόση χλιδή, τόσο πλούτο, δεν υπήρχε ούτε μια γωνιά, ούτε ένας
πάγκος, ούτε ένα ράφι με παιδικά παιχνίδια. Δεν καταλάβαινα. Από νωρίς που
βγήκαμε στην αγορά, ο μπαμπάς μάς έλεγε και μάς ξανάλεγε πως θα πάμε στου
Κουτσίνα. Έφτιαξα λοιπόν το παραμύθι μου. Φαντάστηκα τον …«παράδεισο των
παιδιών»! Ένα κατάστημα που ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα για τους μεγάλους που θα
προσπερνούσαμε γρήγορα, θα βρίσκαμε και τα ράφια με τις κούκλες, εκείνες με τα
πραγματικά μαλλιά και τα δαντελλωτά φορέματα. Με τα πιατικά και τα κουζινικά-μινιατούρες
που έβλεπα στα σπίτια των φιλενάδων μου όταν παίζαμε, τα πλαστικά τηλέφωνα, τα
κουκλόσπιτα με τα κρυφά φωτάκια που με μάγευαν. Τίποτα! Μόνο τόπια ύφασμα
παντού, μυρωδιά ναφταλίνης και υφαντού. Κατάλαβα πως ψάχναμε κάτι που δεν με
αφορούσε.
Ο αδερφός μου
ακολουθούσε ανέκφραστος. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, ίσως εκείνος, ως μεγαλύτερος,
να ήξερε κάτι παραπάνω, ίσως πάλι να μπήκαμε εδώ για κάτι δικό του. Δεν μ’ ένοιαζε.
Είχα αρχίσει να νιώθω δυσφορία, μέσα σε τόσα υφάσματα, τόσα πόδια τριγύρω,
κόσμος, φωνές, γυναίκες να ζητούν και να εξάπτονται, μια κίνηση πρωτοφανής και
άγνωστη για μένα. Άφησα το χέρι του πατέρα μου, που επεξεργαζόταν τώρα ένα
λουλουδάτο ύφασμα, ακούγοντας τις εξηγήσεις του πωλητή. Σριμμώχτηκα ανάμεσα στις
αρωματισμένες φούστες των φλύαρων κυριών που ήταν απασχολημένες στους πάγκους και,
σιγά σιγά, απομακρύνθηκα.
Πήγα προς το βάθος
του μαγαζιού. Βρήκα μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα. Θυμάμαι την κουπαστή. Χτιστή,
με ξύλινη γιαλιστερή επένδυση. Την χάιδευα μέχρι να ανέβω όλα τα σκαλοπάτια. Κι
όταν έφτασα πάνω βρέθηκα σε ένα άδειο μέρος, έρημο και σιωπηλό, ανοιχτό στη μια
πλευρά του, σαν εσωτερικό μπαλκόνι. Πλησίασα το στηθαίο με το κάγκελο που
έφτανε ως το στόμα μου. Ο αστραφτερός πολυέλαιος τώρα ήταν μπροστά μου, με
μακρύτερα χέρια θα τον έφτανα. Σαν αποσβολωμένη, κοίταξα κάτω το πολύβουο
πλήθος, πολύχρωμο, σε διαρκή κίνηση. Αφέθηκα να παρακολουθώ το θέαμα με βλέμμα μαγνητισμένο
αλλά θαμπό απ’ τη θολούρα της ψυχής μου.
Ψ: Το γραφείο μου εδώ, με ράφια και τα τακτοποιημένα
βιβλία, σαν τα τόπια-ύφασμα που περιμένουν τον παραλήπτη τους, βρίσκεται στον
πρώτο όροφο. Οι αναλυόμενοί μου ανεβαίνουν από μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα με
ξύλινη γιαλιστερή κουπαστή. Την χαϊδεύουν μέχρι να ανεβούν όλα τα σκαλοπάτια.
Κι όταν φτάνουν πάνω βρίσκουν το εσωτερικό μπαλκόνι-θεωρείο, απ’ όπου
παρατηρούν τον κόσμο, τον ψυχικό τους κόσμο, προσπαθώντας να παραμερίσουν την
κουρτίνα των αναμνήσεων. Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τις μνήμες.
Α: Σκέφτομαι τώρα
πως από κει πάνω έβλεπα κυρίως μέσα μου. Λες και το Εμπορικόν Κουρτίνα, συγνώμη,
Κουτσίνα ήθελα να πω, να ρίχνει φως σ’ έναν αγνώριστο κόσμο σε μένα, σ’ αυτά
που συνωστίζονται στην ψυχή μου.
Ψ: Να υπήρξε πράγματι το κατάστημα αυτό στην οδό Ερμού
του Βόλου; Προφανώς. Μα με την ελάχιστη διαφορά ενός γράμματος στο όνομα, ήρθε
σήμερα απρόσκλητο στη συνεδρία για να υπηρετήσει τον συνειρμό, την ερμηνεία. Μου
αρέσει ο παραλληλισμός του πλήθους στο
εμπορικό με τον συνωστισμό των συναλλαγών στον ψυχικό της χώρο.
Α: Ο πατέρας μου
διάλεξε ύφασμα τελικά. Μα δεν ήταν ούτε οργάντζες για φορεματάκι της κόρης του,
ούτε δαντέλες για τις κούκλες της με τα ψεύτικα μαλλιά. Ήταν κασμίρι, με σχέδια
σε γκρενά και μπλε αποχρώσεις. Το πρωτοχρονιάτικο δώρο του για τη μαμά! Η μοδίστρα
τής έραψε το ταγιέρ, ένα μισητό ρούχο που έβλεπα πάνω της για χρόνια αργότερα. Βλέπετε,
εκείνο τον καιρό, τα δώρα ήταν χρηστικά και χρήσιμα, οι ντουλάπες στο σπίτι μας
ήταν σχεδόν άδειες, φτωχές.
Ψ: Η θολή εικόνα καθαρίζει. Τα πλήθη των σκέψεων που
συνωστίζονται στο μεγάλο κατάστημα, σαν σε καλειδοσκόπιο, παίρνουν μορφή,
γίνονται συγκεκριμένες, σχηματίζουν το αναπόφευκτο τρίγωνο, των γονιών με το
παιδί τους. Τα δώρα ήταν χρηστικά και χρήσιμα, τα παιχνίδια ήταν άχρηστα τάχα; Κι αν η γυναίκα χρειαζόταν ταγιέρ, αυτό πόσο μπορούσε να αφορά τα
παιδιά; Το ταγιέρ έγινε το μισητό ρούχο, και, κατ’ επέκταση, η γυναίκα που το
φορούσε μια μισητή μάνα για την κόρη της. Διότι, ο μπαμπάς δεν σκέφτηκε να τις
προστατεύσει μια βραδιά πρωτοχρονιάς, πηγαίνοντας μόνος στο ναό των υφασμάτων. Αχ,
γιατί να δυσκολεύται ο άνθρωπος να δίνει το μερτικό της αγάπης που αναλογεί
στον καθένα;
Α: Δεν θυμάμαι δώρα
απ’ τον μπαμπά μου. Αυτά που μου χάρισε ήταν εμπειρίες. Καλές και μέτριες ή και
ανάμικτες. Σαν την επίσκεψη στο μέγαρο Κουτσίνα. Και είμαι σίγουρη πως αν οι
γονείς μου με άκουγαν τώρα θα με θεωρούσαν αχάριστη και άπληστη. Εκείνοι μου
έδωσαν όσα μπορούσαν. Αυτά είχαν. Αυτοί ήταν. Μήπως και τούτο τώρα, που σας
μιλάω και σηκώνεται η κουρτίνα της μνήμης, και συγκινούμαι και τους σκέφτομαι
και με θυμώνουν και τους συγχωρώ και τους θυμαμαι και δακρύζω και… και… όλα
αυτά δώρο δεν
είναι; Μπορεί στο μέγαρο Κουτσίνα να θύμωσα με το μπαμπά που νιαζόταν μόνο τη
μάνα μας, όμως εδώ, είδα καθαρά, τα τόπια το ύφασμα μπερδεύτηκαν με τα βιβλία
σας και σεις, μ’ ακούτε… και ξέρω πως με νιάζεστε, εμένα, σαν κόρη σας, σαν
γυναίκα σας, σαν ασθενή σας…
Ψ: Αν και η πρωτοχρονιά πέρασε, θα μπορούσα ίσως, έξω από
τις συμβάσεις, να τής κάνω ένα δώρο. Έχω κάτι υπ’ όψη μου. Τώρα που δεν είναι
πια παιδί να ψάχνει παράδεισους με παιχνίδια θα της πρόσφερα το βιβλίο «Στον Παράδεισο
των Κυριών». Θα είχε νόημα, θα ήταν ταιριαστό με την συνεδρία της. Μα αυτό,
δυστυχώς, είναι αντίθετο με την επαγγελματική μου συνείδηση. Έτσι, δίχως πολλά
λόγια, απλά θα της πω:
-Πολύ καλά. Ας σταματήσουμε εδώ για σήμερα!
Κείμενο Μαργαρίτας Μάνθου:
Θα συμφωνήσω
απόλυτα με την Ιφιγένεια Μποτουροπούλου ότι ο μεταφραστής ερωτεύεται το έργο
που μεταφράζει με την ίδια θέρμη που ο Κακριδής το περιγράφει στο μεταφραστικό
πρόβλημα: «…Χρειάζεται το έργο του ποιητή να έχει μιλήσει βαθιά στην ψυχή μου,
να το έχω αγαπήσει, να έχω πιστέψει στην αξία του και όχι μόνο. Ο μεταφραστής μεσολαβεί
ανάμεσα σε δυο κόσμους που αγαπάει, τον ξένο ποιητή και το έθνος του. Στον ποιητή
χαρίζει καινούργια ζωή, παράλληλα γονιμοποιεί της πατρίδας του τη σύγχρονη σκέψη
και κεντρίζει την ψυχή για ένα βαθύτερο και πιο τολμηρό αντίκρισμα της ζωής».
Ο Χάιντεγκερ μιλάει
για την ουσιώδη μετάφραση η οποία δεν εξαντλείται στη μεταφορά «ισοδύναμων»
όρων από γλώσσα σε γλώσσα. Πρόκειται για μια μετάφραση-μετάβαση από ένα
γλωσσικό ορίζοντα σε έναν άλλο διαφορετικό, για υπέρβαση ή διάβαση ολόκληρου
του είναι μας προς μια περιοχή μιας διαφορετικής αλήθειας. Η διαδικασία της
μετάφρασης μας περνάει στην άλλη όχθη από μια γλώσσα-αφετηρία σε μια γλώσσα-στόχο,
από ένα πνεύμα σε ένα άλλο πνεύμα. Και η κατανόηση εξαρτάται ή ορίζεται -αλλά
και περιορίζεται- από τον εκάστοτε γλωσσικό ερμηνευτικό ορίζοντα. Κατά τον Χάιντεγκερ
η μετάφραση είναι πάντα μια ερμηνεία. Μορφοποιείται και συγκροτείται από προϋποθέσεις
που συχνά δεν είναι ρητές και δεδομένες. Υπάρχει μια άδηλη και άρρητη
κατανόηση, μια προ-κατανόηση, η οποία έχει ήδη δεσμεύσει τις ερμηνευτικές μας
επιλογές προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Κι αν ο μεταφραστής
είναι ο σύνδεσμος, ο μεσολαβητής που αποκωδικοποιεί ένα μήνυμα σε μια άλλη
γλωσσική και πολιτισμική πραγματικότητα ώστε να γίνει κατανοητό, σε τι μπορεί η
μεταφραστική διεργασία να θυμίζει την ψυχαναλυτική διεργασία-ερμηνεία;
Μήπως στη
ψυχανάλυση πρόκειται για μια «μετάφραση», κατανόηση, ερμηνεία ενός όχι πάντα
σαφούς ασυνείδητου μηνύματος; Όπως σύμπτωμα ή όνειρο, ή παραδρομή γλώσσας, κατά
τέτοιο τρόπο ώστε αυτό να γίνει συνειδητό και συνειδητοποιημένο. Συνδεδεμένο στην εσωτερική πραγματικότητα του
αναλυόμενου, αφομοιωμένο και δικό του.
Και αν μιλήσαμε για
μετάφραση-μετάβαση-διάβαση, πώς γίνεται αυτό το πέρασμα-επικοινωνία ανάμεσα
στις πολύπλοκες ψυχικές λειτουργίες, εγγραφές, ψυχικούς τόπους, από τη μια στην
άλλη γλώσσα, ή στις πολλές γλώσσες της ψυχής;
Πώς συντελείται ο
μετασχηματισμός για τον αναλυόμενο ενός ψυχικού υλικού εσωτερικών αλλά και
εξωτερικών στοιχείων πληροφόρησης σε εικόνες, φαντασιώσεις, λέξεις, νόημα κι
αυτό αν όχι μέσα από τη συνάντησή του με τον Άλλον, δηλαδή με τον ψυχαναλυτή;
Ο Ε.
Jones στο βιβλίο του Η ζωή και το έργο του Σίγκμουντ Φρόιντ αναφέρει
ότι ο ίδιος ο Φρόιντ είχε ζητήσει γραπτώς την άδεια από τον Σαρκώ να μεταφράσει
τα μαθήματα της Τρίτης στο νοσοκομείο της Σαλπετριέρ. Και ίσως αυτό είναι ένα
σημάδι, μια ένδειξη μεταβίβασης στο δάσκαλό του, που δίνει απάντηση στο αρχικό
μου ερώτημα: γιατί κάποιος μεταφράζει; φανερώνει το κίνητρο αλλά ίσως και την
απαραίτητη προϋπόθεση για την μετάφραση πολλών κειμένων.
Στην επιστολή της 6ης
Δεκ 1896 του W. Fliess ο Φρόιντ
συγκρίνει το ψυχικό όργανο με μια σειρά διαδοχικών εγγραφών που η καθεμιά
μεταφράζει την προηγούμενη σε ένα διαφορετικό ιδίωμα. Προσομοιάζει δε τον
αμυντικό μηχανισμό της απώθησης με ένα έλλειμα μεταφραστικό, ένα εμπόδιο δηλαδή
στη μεταφραστική διαδικασία, εμπόδιο στην ροή των ψυχικών γεγονότων και κατ’
επέκταση εμπόδιο στην ψυχαναλυτική διεργασία. Η ψυχική μας έκφραση (παθολογική
και μη) χαρακτηρίζεται από μηχανισμούς μετατροπής, μετατόπισης, ασυνείδητων
παραστάσεων ή συγκρούσεων. Οι μηχανισμοί αυτοί μετασχηματίζονται σε συμπτώματα
που καλούμαστε να μεταφράσουμε ερμηνεύοντάς τα και συνδέοντάς τα με τα
αντίστοιχα απωθημένα συναισθήματα.
Τα στοιβαγμένα
τόπια υφάσματος στα ράφια …τα τακτοποιημένα βιβλία στο γραφείο του ψυχαναλυτή… η
συγκίνηση απ’ την ανάμνηση του αρώματος των λουλουδιών… ο
Παράδεισος των Κυριών και ο παράδεισος των
παιδιών… «η τρέλα της επιθυμίας που σκανδάλιζε όλες τις γυναίκες… η αισθησιακή
ανάγκη να βυθίσει τα χέρια της μέσα στα υφάσματα… να εξαφανίζει μέσα στο μανίκι
του μαντό της , πλεκτά βολάν της Αλανσόν»… ο θυμός… η απογοήτευση… το μισητό
ρούχο… ο μισητός γονέας… Πρόκειται για καλά κρυμμένα συναισθήματα συνδεδεμένα
με πρόσωπα, με εικόνες και ψυχικές παραστάσεις άλλων εποχών, ανάμικτα με
συναισθήματα και τωρινές συγκρούσεις που στοιβάζονται στο ψυχαναλυτικό δωμάτιο
ζητώντας να ερμηνευτούν. Να περάσουν από το ασυνείδητο στο συνειδητό, να
παρακάμψουν τα μεταφραστικά ελλείματα αμυντικού τύπου, να αποκρυπτογραφήσουν τις
συμβολικές οδούς σωματικής έκφρασης, να αποκωδικοποιήσουν τα όνειρα και τις φαντασιώσεις.
Ο αναλυόμενος καλείται να αφεθεί με θάρρος και χωρίς κριτική στον ελεύθερο
συνειρμό, καλείται να ξεχάσει τον ψυχαναλυτή και την ερμηνεία του. Όπως και ο
αναγνώστης πρέπει να ξεχάσει τον μεταφραστή από την πρώτη στιγμή που θα αρχίσει
να διαβάζει και να μην τον θυμηθεί ως το τέλος, σύμφωνα με τα γραφόμενα του
Ιωάννη Κακριδή.
Όλες οι παραπάνω
διεργασίες που αφορούν την ψυχική και την ψυχαναλυτική λειτουργία επιβεβαιώνουν
τη σύνδεση της μετάφρασης με την ερμηνεία του ασυνείδητου.
Τελειώνω με ένα
απόσπασμα του Θανάση Χατζόπουλου, από το κείμενό του «Μετάφραση και Ασυνείδητο» δημοσιευμένο στο περιοδικό Εκ των Υστέρων:
Χρειάστηκε να λάβω υπόψη μου τα δεδομένα της λέξης και να
βρω ένα αντίστοιχο με βάση το δικό μου ασυνείδητο, και νομίζω πως σε τέτοιες
περιπτώσεις δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, επίσης δεν μπορεί να γίνει αβασάνιστα.
Ο μεταφραστής αναλαμβάνει μία ευθύνη, ανάλογη μερικές φορές με εκείνη του
αναλυτή που επιλέγει να ερμηνεύσει το Α και όχι το Δ και αφήνει στην άκρη το Β
επειδή είτε δεν το ακούει είτε το ακούει αλλά χωρίς να το νοηματοδοτεί επαρκώς,
είτε δεν αποκτά νόημα για κείνον.
Σας ευχαριστώ,
Μαργαρίτα Μάνθου.
Οι θαμώνες του καφέ ψ μεταφράζουν ερμηνεύοντας...
Είναι μια πρόταση του βιβλίου.
Il était aussi timide
qu’elle, il se risquait à l’aborder, parce qu’il la sentait tremblante comme
lui.
Επόμενη συνάντηση:
Καφέ ψ 5
Δευτέρα 13 Φεβ 17
Έργο: το μυθιστόρημα του Φ. Ντοστογιέφκι Ο έφηβος
Προσκεκλημένη: Χριστίνα
Μιχαλοπούλου, κλινική ψυχολόγος-ψυχαναλύτρια
Θέμα: Ψυχισμός και σεξουαλικότητα στην εφηβεία.