Μπαράκα, Θεσσαλονίκη, Τετάρτη 7 Δεκ 2016.
Καλησπέρα
σας.
Καλώς
ήλθατε στο μπιστρό Μπαράκα για ένα ιδιαίτερο καφέ ψ.
Σήμερα
οι ψυχαναλυτικές μας κατασκευές θα έχουν σαν αφορμή το μυθιστόρημα που
κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αρμός και έχει τίτλο «Αγαπητέ μου κύριε
Ψ.»
Οι
λογοτέχνες που βρίσκονται στην αίθουσα θα συμφωνήσουν πως ένα μυθιστόρημα είναι
καταδικασμένο στην αποτυχία όταν ο συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει
περιβάλλοντα και καταστάσεις που δεν γνωρίζει. Έτσι κι εγώ γράφω για την
ψυχανάλυση και τις ανησυχίες της, για ψυχαναλυτές και ψυχαναλυόμενους. Προς
απογοήτευση ίσως κάποιων αναγνωστών μου, που δεν παραλείπουν να μου συστήνουν
να εγκαταλείψω αυτό το θέμα για να γράψω πιο ελεύθερα, να ασχοληθώ με
μυθοπλασία άσχετη με ψ θέματα. Όμως, σκέφτομαι, υπάρχει λογοτεχνία άσχετη με
ψυχολογία; Μάλλον όχι, έτσι; Προφανώς το ενοχλητικό για τον δυσαρεστημένο
αναγνώστη είναι η μόνιμη παρουσία και περιγραφή της ψυχαναλυτικής πρακτικής,
αλλά να που αυτή γνωρίζω, αυτήν υπηρετώ, τι να κάνουμε; Τα μυθιστορήματα που προτείνω,
χρησιμοποιούν την ψυχαναλυτική πρακτική ως όχημα, ως βοηθητικό νήμα σε μένα τον
συγγραφέα ψυχαναλυτή, για να εκφράσω ανθρώπινες αγωνίες και ελπίδες, τις δικές
μου και των άλλων, με δυο λόγια, να μιλήσω για τα δύο βασικά και αντιμαχόμενα
θέματα της ανθρώπινης υπόστασης, δηλαδή τον έρωτα και τον θάνατο.
Στο
Αγαπητέ μου κύριε Ψ, ένας νεαρός μεγάλωσε, δίχως να το ξέρει, με θετό πατέρα,
μέσα σε ένα γυναικείο περιβάλλον, μητέρα, γιαγιά, θείτσα. Όταν τα μυστικά
αποκαλύφθηκαν, αποφάσισε να βρει καταφύγιο στην ψυχανάλυση, πλάι σε έναν ώριμο
κύριο, που όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε, βρήκε γρήγορα πατρική θέση στην καρδιά
του.
Η
φροντίδα των ψυχικών τραυμάτων του όμως διακόπηκε βίαια, όταν ο εβδομηντάχρονος
ψυχαναλυτής αποφάσισε να αποσυρθεί από την πόλη και από το ντιβάνι του.
Ο
νεαρός μας μέσα στην απογοήτευση και τον θυμό του για την καινούργια αυτή
απώλεια, αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα για την προσωπική και ερωτική ζωή
του ψυχαναλυτή του. Σύντομα όμως το έργο του γίνεται μια ανασύσταση του δικού
του παρελθόντος, και της οικογένειάς του. Στην μυθοπλασία του ξαναστήνει την
ιστορία σύμφωνα με τη φαντασία και την επιθυμία του.
Χτίζει
το δικό του οικογενειακό μυθιστόρημα που τον βοηθάει να βρει νόημα στη ζωή, να
ατενίσει με αισιοδοξία το μέλλον του. Την δουλειά που δεν κατάφερε να αποτελειώσει η ανάλυσή του στο ντιβάνι, θα
προσπαθήσει να την συνεχίσει με την συγγραφή. Και θα το καταφέρει!
Έτσι
κι αλλιώς η αναγνώριση του παρελθόντος, η διαλεύκανση των μυστηρίων και
οικογενειακών μυστικών, η άρση της λήθης, η ανίχνευση των απωθημένων (δηλαδή
ξεχασμένων) γεγονότων, είναι, κατά την ψυχανάλυση, ανάγκη για την ψυχική
επιβίωση. Φυσικά με το απαιτούμενο κόστος, με πόνο και πένθος. Ο δρόμος για την
συμφιλίωση με τα τέρατα του παρελθόντος μας δεν είναι εύκολος.
Προετοιμάζοντας τη
σημερινή συνάντηση, ένα βιβλίο του αγαπημένου μου ψυχαναλυτή Πονταλίς, το Avant (Πριν) μου ενέπνευσε
το ακόλουθο κείμενο. Του έδωσα μορφή διηγήματος ψ με ήρωα τον γνωστό μας
Νικηφόρο Φωκά, διότι, πιστός στην συνήθειά μου, δεν θα ήθελα να το παρουσιάσω
σαν πραγματικό περιστατικό της δουλειάς μου. Κι όμως τα λόγια που εμπεριέχονται
στο διήγημα είναι περίπου ίδια με ακούσματα από το ντιβάνι.
Το διήγημα θα το
ακούσουμε από την φίλη δημοσιογράφο με την ραδιοφωνική φωνή, Μαρία Αμανατίδου.
Η δημοσιογράφος Μαρία Αμανατίδου διάβασε το διήγημα "Η Συνέχεια" |
Διήγημα:
Η Συνέχεια
Στο γραφείο του ψυχαναλυτή Φωκά, μια ωραία γυναίκα κάθεται απέναντί του, στην πολυθρόνα:
-Έχω ένα πρόβλημα
με τον χρόνο. Όταν προσπαθώ να θυμηθώ το παρελθόν μου, είναι αδύνατον να μην το
τεμαχίσω, να μην χρησιμοποιήσω κάποιες ημερομηνίες σταθμούς, γεγονότα που το
σημαδεύουν. Μου είναι δύσκολο να δω την ιστορία μου σαν σύνολο, σαν ενότητα.
Για να εντοπίσω χρονικά ένα γεγονός χρησιμοποιώ πάντα διάφορα σημάδια. Ας
πούμε, λέω, «αυτό έγινε πριν τελειώσω το σχολείο, ή μετά τον θάνατο της μητέρα
μου, ή πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις» κλπ.
Θα μου πείτε έτσι
δεν κάνουμε όλοι μας; Ακόμα και η μεγάλη ιστορία του ανθρώπου, η ιστορία με
γιώτα κεφαλαίο, δεν χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «προ χριστού» ή «μετά τον
δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», ή ακόμα και «στη διάρκεια του μεσοπολέμου». Φαίνεται
πως είναι ανθρώπινη ανάγκη να βάζει τέτοια σημάδια στη ροή του χρόνου για να
βοηθάει την μνήμη του.
Όμως, σκέφτομαι,
τεμαχίζεται ο χρόνος; Η ζωή του καθένα μας δεν έχει συνέχεια από τη γέννηση ως
το θάνατο, ένα σύνολο δεν είναι; Πούθε να πηγάζει άραγε αυτή η ανάγκη;
Να είναι λέτε η νοσταλγία, η λύπη για όσα πέρασαν, όσα έγιναν
ή δεν έγιναν; Να είναι ο πόνος για το χαμένο παρελθόν και το επώδυνο παρόν που
οδηγούν τη σκέψη μας στην ανάμνηση; Λέω «επώδυνο παρόν», γιατί πάντα το παρελθόν
είναι καλύτερο, ωραιοποιημένο, ακόμα κι αν ήταν δύσκολο. Ο περασμένος πόνος
γλυκαίνει, ο παρών είναι σκληρός. Σίγουρα, όλα αυτά συμβαίνουν, αλλά, όπως και
να το δούμε, το τώρα είναι το τώρα.
Διάβασα κάπου πως «τώρα» σημαίνει σήμερα, χτες και αύριο. Πως
τα ανθρώπινα όντα που είμαστε αισθανόμαστε και πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνάει.
Και μάλιστα ισχυριζόμαστε ότι περνάει πιο γρήγορα όσο γερνάμε. Αλλά ο ίδιος ο Χρόνος,
λέει, αγνοεί ότι περνάει, είναι ακίνητος, δεν έχει ηλικία. Κι ο καθένας μας θα έχει
όλες τις ηλικίες όταν σταματήσει να τεμαχίζει τον χρόνο, στο πριν και το μετά.
Εγώ αυτό δεν το καταφέρνω. Εσείς το πετυχαίνετε, κύριε Φωκά;
Η ερώτηση ξάφνιασε τον ψυχαναλυτή. Άκουγε αμίλητος τόση ώρα
τον μονόλογο-διάλεξη τής γυναίκας, η ευστοχία των σκέψεών της τον εκπλήσσει.
Την παρακολούθησε με ενδιαφέρον, δίχως να αποφεύγει να αναρωτιέται, «Μα πού το
πάει; Πού θα καταλήξει;»
Ήταν η πρώτη τους συνάντηση. Στο τηλεφώνημα που είχε
προηγηθεί, είχαν ανταλλάξει λίγες κουβέντες, αρκετές όμως για να σχηματίσει ο ψυχαναλυτής
μιαν ιδέα για τη νέα του ασθενή. Επρόκειτο για ώριμη γυναίκα, ευγενική, ίσως με
κάποιες τραυματικές εμπειρίες, πρόσφατα πένθη πιθανώς, πάντως άνθρωπο με
ευαισθησία και προφανώς με θετική άποψη για την ψυχανάλυση.
Αυτό το τελευταίο, βέβαια, ξέρει καλά ο Νικηφόρος Φωκάς πως
μπορεί εύκολα να ανατραπεί. Σίγουρα όμως είναι μια ευκολία για την αρχή, για
τις πρώτες συνεδρίες. Έτσι, αντί για απάντηση ρωτάει κάτι που ελπίζει να
τροφοδοτήσει τον συνειρμό.
-Ας ελπίσουμε λοιπόν, της λέει, πως σήμερα μπαίνει ένα νέο
σημάδι στη ζωή σας, η αρχή της ψυχανάλυσης.
Η κυρία τον κοίταξε με πικρό χαμόγελο:
-Κάνετε μεγάλο λάθος! Η ψυχανάλυση άρχισε πριν τέσσερα χρόνια.
Αλλά, η αναλύτριά μου, (κομπιάζει) πέθανε!
Ο Νικηφόρος Φωκάς προσπαθεί να συγκρατήσει την έκπληξή του.
-Άρα, αγαπητέ κύριε Φωκά, συνεχίζει, το σημάδι που θα
χρησιμοποιώ στο εξής θα είναι: μετά τον θάνατο τής ψυχαναλύτριάς μου... και
όπως καταλαβαίνετε δεν θα μιλάω για σας. Φοβάμαι πως εσείς δεν θα είστε ποτέ ο
ψυχαναλυτής μου. Μπορεί να έρχομαι στο γραφείο σας, σε εκείνη όμως θα μιλάω. Μη
με ρωτήσετε ποια είναι, δεν σας απαντήσω, ή θα σας δώσω ψευδώνυμο. Θα σας πω
μόνον πως εκείνη μου έδωσε το όνομά σας όταν πια δεν ήταν σε θέση να με
ακούσει. Αν ήξερα να γράφω θα έγραφα ένα βιβλίο γι αυτήν αν και γνωρίζω
ελάχιστα πράγματα για τη ζωή της. Έτσι, αν έγραφα κάτι, στην ουσία, θα μιλούσα
για μένα, για το παρελθόν μου και για
την επίδραση που είχε στη ζωή μου η παρουσία της γυναίκας αυτής.
Αυτό που γινόταν για τέσσερα χρόνια και που δεν πρόλαβε να
ολοκληρωθεί ήταν μια προσπάθεια ενοποίησης του παρελθόντος. Που όπως σας έλεγα
είναι το πρόβλημά μου. Όμως στο ντιβάνι κατάφερνα να αισθανθώ όπως παλιά, να
ξαναζήσω την αγωνία και τη γλύκα της παιδικότητας, το άγχος της προσωρινότητας.
Ο θάνατός της με λύπησε και με θύμωσε. Στην τελευταία μας
συνεδρία μου έδωσε το όνομα και το τηλέφωνό σας.
Όση ώρα μιλούσε εκείνη το μυαλό του Φωκά πήγαινε σε ένα
πρόσφατο ανάγνωσμα. Έβρισκε πολλά κοινά ανάμεσα στα λεγόμενά της και τις
εκμυστηρεύσεις του αφηγητή στο βιβλίο. Έτσι, μόλις έμεινε μόνος στο γραφείο
του, βρήκε την ευκαιρία να ανοίξει το βιβλίο που είχε πέσει τυχαία στα χέρια
του πριν λίγο καιρό. Στην τελευταία
σελίδα βρήκε το απόσπασμα που του θύμισε η σημερινή συνεδρία με την
καινούργια ασθενή του:
Πιθανόν για τούτα τα τελευταία να γράψω
κάποτε ένα άλλο βιβλίο. Με αυτό που
έγραψα τώρα ήθελα μονάχα να πω γραπτά τον θυμό μου, που μετατράπηκε σε ευγνωμοσύνη και θαυμασμό γι’ αυτόν τον άνθρωπο που ονόμασα Χ.Ψ. και που με οδήγησε, έστω και με ένα δώρο αποχωρισμού, στην ανακάλυψη της πραγματικής μου ταυτότητας, στην άρση των βασανιστικών «ίσως», των ατέλειωτων υποθέσεων και αμφιβολιών.
έγραψα τώρα ήθελα μονάχα να πω γραπτά τον θυμό μου, που μετατράπηκε σε ευγνωμοσύνη και θαυμασμό γι’ αυτόν τον άνθρωπο που ονόμασα Χ.Ψ. και που με οδήγησε, έστω και με ένα δώρο αποχωρισμού, στην ανακάλυψη της πραγματικής μου ταυτότητας, στην άρση των βασανιστικών «ίσως», των ατέλειωτων υποθέσεων και αμφιβολιών.
Κλείνει έτσι, με αυτή την τεράστια προσφορά,
την ψυχανάλυση που άρχισα μαζί του. Θα τον ευγνωμονώ για πάντα. Απ’ εδώ και στο
εξής θα συνεχίσω με άλλα δεδομένα πια.
Φυσικά, όπως μπορείτε να το φανταστείτε,
δεν κράτησα τα πραγματικά αρχικά του και δεν αποκαλύπτω το όνομά του για
ευνόητους λόγους.
Πρέπει, επίσης, να ομολογήσω πως στην
εκδοχή του μυθιστορήματος που διαβάσατε συμπεριέλαβα τις παρατηρήσεις του Χ.Ψ.,
που οικειοποιήθηκα ευχαρίστως. Τις βρήκα γραμμένες με πράσινο μολύβι στο
χειρόγραφο και τις προσάρμοσα ανεπαίσθητα στο κείμενο.
Σε μία από αυτές τις σημειώσεις ο Χ.Ψ.
δίνει μια ερμηνεία που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο: Την καρδούλα με τα αρχικά
του την είχα εγώ ο ίδιος ονειρευτεί στο δικό μου στήθος, κάποτε που η αγάπη μου
για κείνον είχε εκτιναχθεί σε αλόγιστα ύψη, μέσα στον ψυχαναλυτικό πυρετό που
με έκαιγε. Τελικά, το τατουάζ γλίστρησε στους γλουτούς της Εβίτας, μέσα στις
σελίδες του μυθιστορήματος. Και είναι καλύτερα έτσι! Εκείνον θα τον έχω για
πάντα μέσα στην πραγματική μου καρδιά. Και μάλιστα όχι με τα αρχικά του, αλλά
θα κρατώ γραμμένο ολόκληρο το ονοματεπώνυμο! Κι αυτό δεν χρειάζεται να το δείξω
πουθενά, δεν χρειάζεται να είναι ορατό από κανέναν. Το ξέρω μονάχα εγώ, κι αυτό
μου αρκεί.
Ο Φωκάς έκλεισε το βιβλίο σκεφτικός. Είναι συνηθισμένος σε
παρόμοιες συμπτώσεις και συνδέσεις, πάντα όμως εντυπωσιάζεται με την πρωτοτυπία
της πραγματικότητας. Σκέφτηκε μάλιστα να της συστήσει το βιβλίο αυτό σαν δώρο
υποδοχής αν η κοπέλα ξανάρθει στο γραφείο του. Διότι θεωρεί πως η διάλεξη περί
χρόνου που άκουσε από τα χείλη της ήταν ακριβώς η προσπάθεια ενοποίησης, του
πριν με το τώρα και το μετά, συνδέοντας, διευκολύνοντας τη μετάβαση από το ένα
ντιβάνι στο άλλο. Αν, φυσικά, κατάφερε αυτός, να φανεί αντάξιος διάδοχος της
νεκρής συναδέλφου του!
Υστερόγραφο: Πράγματι, η κοπέλα ήρθε πάλι στο γραφείο του
Φωκά. Του επανέλαβε την
πίστη της στην αναλύτρια που έχασε, του είπε για την
δυσκολία της να τον δεχθεί, εκείνον, μα πως θα προσπαθήσει.
Στο τέλος ο Φωκάς της έδωσε το δώρο υποδοχής που είχε
ετοιμάσει για κείνη.
Η έκπληξη έπεσε σαν κεραυνός:
-Δεν θα το πιστέψετε, του λέει με πελώρια βουρκωμένα μάτια.
Αυτό το βιβλίο μου χάρισε εκείνη στην τελευταία συνεδρία μας!
Αγκάλιασε με πάθος το βιβλίο, θα ’λεγες πως έκλεινε στα
μπράτσα της τη νεκρή. Με κλειστά βλέφαρα του είπε (της είπε;) ευχαριστώ.
Έφυγε συντετριμμένη, μα με τη βεβαιότητα πως άνοιγε τώρα μια
καινούργια σελίδα στη ζωή της. Το βιβλίο-δώρο έμεινε πάνω στο γραφείο, στο
εξώφυλλο ένα σφραγισμένο νεαρό στόμα, κανείς ποτέ δεν θα μάθει ποια μυστήρια
δύναμη το έχρισε σύνδεσμο, μεσολαβητή και πέρασμα ανάμεσα στο πριν και το μετά.
Και δεν ήταν παρά ένα μυθιστόρημα. Ένα αφήγημα κάποιου ψυχαναλυτή-συγγραφέα,
άγνωστου σε όλους σχεδόν τους λογοτεχνικούς κύκλους.
(Το διήγημα η Συνέχεια που διάβασε η Μαρία Αμανατίδου γράφτηκε μετά την έκδοση του βιβλίου)
(Το διήγημα η Συνέχεια που διάβασε η Μαρία Αμανατίδου γράφτηκε μετά την έκδοση του βιβλίου)
Η παιδοψυχίατρος Στέλλα Βαγιωνά
μιλάει για το μυθιστόρημα:
Αγαπητέ μου κύριε Ψ,
Για πολλούς η διαχρονικότητα
αποτελεί το ευρύτερα αποδεκτό κριτήριο για την αξία ενός λογοτεχνικού έργου.
Δεν ξέρω εάν ως λογοτεχνικό
έργο, αυτό το βιβλίο, θα παραμείνει διαχρονικό, εξάλλου δεν είμαι φιλόλογος ή
βιβλιοκριτικός για να έχω άποψη. Αυτό που γνωρίζω όμως είναι ότι η θεματική του
είναι διαχρονική και θα παραμείνει όσο οι άνθρωποι απευθύνονται στη
ψυχοθεραπεία για να απαλύνουν τον ψυχικό τους πόνο.
Αλλά ως λογοτεχνικό έργο στο
μέτρο που μπορώ να έχω λόγο, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Για μένα αποτελεί ένα
ταυτόχρονο δείγμα γραφής αφηγηματικού και διηγηματικού λόγου. Ειλικρινά νομίζω
ότι είναι τόσο γοητευτικό όσο και δύσκολο στην ανάγνωση. Παρόν και παρελθόν,
μυθοπλασία και πραγματικότητα μπερδεύονται και μπερδεύουν, δυο παράλληλοι
κόσμοι στους ο οποίους ο αναγνώστης θα πρέπει να ανακαλύψει τις γέφυρες που
τους συνδέουν.
Μα αυτή δεν είναι και η
διαδικασία της ψυχοθεραπείας; Σκέφτομαι, δεν παροντοποιείται διαρκώς το
παρελθόν, ώστε να ανασκευασθεί και να καταστεί ξανά παρελθόν δημιουργώντας μια
διαφορετική παρακαταθήκη για το μέλλον;
Ο
συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο από την αρχή προσπαθεί να εισαγάγει τον αναγνώστη
στην ψυχαναλυτική πρακτική. Ονόματα με συμβολισμούς, όπως ΧΨ που αυτόματα
παραπέμπει στο ΨΧ, Εβίτα-ζωή, ομόηχες λέξεις με διαφορετική ορθογραφία,
μισό-μισώ, έτσι ώστε να μπορούν να μπερδευτούν ή να μεταλλάσσονται
τοπωνύμια-Παλιό –Νεοχώρι, όλα έχουν προφανή και λιγότερο προφανή συμβολισμό.
Τα
χαρακτηριστικά και η δύναμη του θεραπευτικού πλαισίου καταδεικνύονται.
Τα
αρνητικά συναισθήματα έχουν χώρο να εκφραστούν και να μετουσιωθούν. Αδιαμφισβήτητος
πρωταγωνιστής με τον οποίο σε αρκετά σημεία είναι εύκολο να ταυτιστείς.
Ο
Αντώνης ένας νεαρός με πολλές απώλειες. Μια ακόμη απώλεια, η ανακοίνωση του
τέλους των συναντήσεων με το κύριο Ψ μοιάζει με χρονικό ενός προαναγγελθέντος
θανάτου. Η σχεδόν αδιάφορη άνεση με την οποία λέγει ο Ψ "φυσικά ως τότε θα μπορούσαμε να βλεπόμαστε κανονικά" ξεσηκώνει
έναν τεράστιο θυμό που του ζητά επιτακτικά να δράσει.
Δε
θα του επιτρέψει να τον εγκαταλείψει " όχι, λοιπόν, όχι, δεν θα το αφήσω
να φύγει, τουλάχιστον όσο περνάει από το χέρι μου και από τα πλήκτρα του υπολογιστή
μου. Θα τον κρατήσω μαζί μου, με το είναι μου ολόκληρο. Όχι, αυτός δεν θα
φύγει" (Βαϊτσαράς,
2016:21).
Αισθάνεται
πως πρέπει να ανακτήσει τον έλεγχο και να βρει τρόπους για να τον καταστήσει
παρόντα και κάνει την επιθυμία του μια άλλη πραγματικότητα. Ακόμα,
καταφεύγοντας στη λογοτεχνία που είναι η αδερφή της ψυχανάλυσης, όπως λέει (Βαϊτσαράς,
2016:174).
" Θα
του έλεγα πως τώρα που εκείνος με εγκαταλείπει, βρίσκω καταφύγιο στον ονειρικό
κόσμο του μυθιστορήματος. Εκεί η εξέλιξη των πραγμάτων εξαρτάται αποκλειστικά
από την ψυχική του διάθεση και από γεγονότα της καθημερινής μου ζωής" (Βαϊτσαράς,
2016:122).
Ο
Αντώνης, όπως κάθε θεραπευόμενος σε οποιαδήποτε θεραπευτική σχέση προσπαθεί να
συλλέξει πληροφορίες-παρατηρεί, συνδέει, κατασκευάζει σενάρια ζωής,
κατασκευάζει το θεραπευτή που αυτός θα ήθελε, προβάλλοντας όπως είναι φυσικό,
ουσιαστικά τα δικά του κομμάτια. Ο Αντώνης κατασκευάζει μια μυθιστορηματική
πραγματικότητα για τον κύριο "Ψ" του και μέσα από αυτήν τον καθιστά
αγωγό και συνοδοιπόρο στην ανασκευή του δικού παρελθόντος, προσπαθεί και
ανασύρει από το αχαρτογράφητο ασυνείδητο του τις δικές του εικόνες,
αναπαραστάσεις, αισθήσεις, συναισθήματα, προσπαθεί να βρει την αρχή της
ιστορίας του και χαρτογραφεί εκ νέου το παρελθόν του.
Ο
Αντώνης θεωρεί ότι εγκαταλείπεται, όπως στο παρελθόν, " οι προηγούμενες
γενιές με άφησαν, με εγκατέλειψαν, με πρόδωσαν"(Βαϊτσαράς,
2016:196).Το ήδη βιωθέν τραύμα ενεργοποιείται, τώρα όμως φαίνεται να υπάρχει η
δυνατότητα επανόρθωσης. Μέσα από τη θεραπευτική διαδικασία μοιάζει να έχουν επιχωματωθεί
τα ψυχικά ρήγματα που του επέτρεψαν όπως φαίνεται, να πραγματοποιήσει
αναπτυξιακά άλματα.
Ο
ανεσταλμένος ψευδής εαυτός της παιδικής ηλικίας εγκαταλείπεται και ανασύρεται
ένας επαρκής εαυτός. Το υποδηλώνει η καινούργια ταυτότητα την οποία από λάθος
εγκαταλείπει εκεί όπου συντελέστηκε η μεταμόρφωση της. Τώρα πλέον είναι δρών
υποκείμενο με δυνατότητα επιλογής.
Όλα
γίνονται μέσα σε μια συναισθηματική δίνη, γρήγορα, κουράζεται, δεν
αντέχει-χρειάζεται χρόνο για τη συνειδητοποίηση. Πρέπει να γράψει το ΤΕΛΟΣ.
Αποσύρεται
και επανέρχεται με το επίμετρο για να ξεκαθαρίσει, να βάλει τον καθένα στη θέση
του, γιατί μέσα σ’ αυτή τη δίνη " οι ήρωες βρήκαν την ευκαιρία να
αυθαιρετήσουν και να χαράξουν πορείες που ξέφυγαν από τη δύναμη του ανθρώπου
που τις έγραψε (Βαϊτσαράς,
2016:258) και να ερμηνεύει τη πράξη του.
Το
δεύτερο πρόσωπο του μυθιστορήματος, ο κύριος "Ψ"- αυτή η ηχηρή
απουσία με την οποία πιο εύκολα ταυτίζομαι, όπως αντιλαμβάνεστε- είναι αυτός
που ξεσηκώνει αυτή τη θύελλα.
Πάντα
είναι εκεί μια σταθερή παρουσία με τη διακριτική του ουδετερότητα: " η
παρουσία του με στήριξε για 4 χρόνια. Δεν ένιωθα ορφανός". Ο κύριος "
Ψ" απενδύεται εδώ το μανδύα της παντοδυναμίας-γίνεται μια πιο ανθρώπινη
παρουσία με τις δικές του αγωνίες και τις δικές του επιθυμίες και αμφιθυμίες.
Έχω
την αίσθηση πως σ’ αυτό το έργο ο κύριος " Ψ" προσπαθεί ο ίδιος να
διαπραγματευτεί και να ελέγξει τη δική του συνέχεια, προβάλλοντας τις διάφορες
εναλλακτικές στο μέλλον. Ποια θα είναι άραγε η δική του εκδοχή της Φρανσουάζ,
του Καλού… Η δική του. Τελειώνοντας, θα ήθελα να κλείσω με ένα στίχο της Κικής
Δημουλά ο οποίος περικλείει στη γοητευτική του λιτότητα όσα θεωρώ ότι ειπώθηκαν
με έναν άλλο τρόπο σ’ αυτό το πράγματι πολύ ενδιαφέρον.
"Το παρελθόν ταξιδεύει συνεχώς με μόνιμους
τολμηρούς επιβάτες, το παρόν και το μέλλον"
Στέλλα Βαγιωνά
Παιδοψυχίατρος
Ο φίλος βιβλιοπώλης Αντώνης Ελευθεράκης με ένα καλό λόγο, πάντα, για τα βιβλία που φιλοξενεί στο "Κεντρί¨του. |
Κείμενο Γιάννη Βαϊτσαρά:
Υποθέτω
πως περιμένετε να σας πω δυο λόγια για την συγγραφή του βιβλίου που σας
παρουσιάζουμε σήμερα. Θα σας κάνω λοιπόν κάποιες εκμυστηρεύσεις. Η βασικότερη
είναι πως αντίθετα από ότι πιστεύετε, το βιβλίο δεν γράφτηκε από μένα. Για την
ακρίβεια όχι μόνον από μένα. Υπ’ ευθύνη μου επέτρεψα στους ήρωες να
«συγγράψουν» μαζί μου και να χτιστεί το μυθιστόρημα ξεκινώντας από μια όντως δική
μου ιδέα.
Η
ιδέα αυτή δεν είναι καινούργια. Έχει τις ρίζες της σε παλιότερες εποχές.
Αρχές
δεκαετίας του 90, Παρίσι. Ήμουν νεαρός εκπαιδευόμενος. Μια μέρα, μετά τη
συνεδρία μου ως αναλυόμενος, ακούω τον ψυχαναλυτή μου να μου λέει:
-Σκέφτομαι
να μετακομίσω στη Βρετάνη. Αλλά μην ανησυχείτε, αυτό δεν θα συμβεί παρά σε
μερικούς μήνες. Για τη συνέχεια, θα βρούμε σίγουρα κάποιον άλλο αναλυτή από την
ψυχαναλυτική εταιρία για να συνεχίσετε μαζί του.
Πάγωσα
ακούγοντας τα λόγια του. Εντούτοις, δεν θυμάμαι να του έδειξα τότε δυσαρέσκεια
ή θυμό, θα πρέπει να απάντησα κάτι σαν:
-Κακό
νέο αυτό. Και αναπάντεχο!
Από
τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Ευτυχώς τα πλάνα του αναλυτή μου άλλαξαν προφανώς
και εγώ δεν χρειάστηκε να ψάξω αντικαταστάτη του στην εταιρία. Θυμάμαι πάντως
πως, βασισμένος στα λίγα πράγματα που γνώριζα γι’ αυτόν και τη ζωή του, είχα
πλάσει στο μυαλό μου άπειρα σενάρια για τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει σε
εκείνη τη δήλωση μετεγκατάστασης μακριά από το Παρίσι.
Ξεκινώντας
λοιπόν απ’ αυτό το «προϊστορικό» γεγονός και παρακινούμενος από την τωρινή
μόνιμη αγωνία μου για το μέλλον της ψυχοθεραπευτικής μου δουλειάς πίσω από το
ντιβάνι, συνέλαβα την αρχική ιδέα του παρόντος μυθιστορήματος.
Όμως,
δίχως να κατανοώ πώς συνέβη, μπήκαν στο παιχνίδι και οι δυο κεντρικοί ήρωες της
ιστορίας, ο εβδομηντάχρονος ψυχαναλυτής Χ.Ψ. και ο νεαρός αναλυόμενός του, ο
Αντώνης.
Η
συνεργασία των τριών μας δεν ήταν δίχως προβλήματα. Ήδη από την αρχή, αφού
γράφτηκαν εύκολα οι πρώτες σελίδες, ο Χ.Ψ. μου ανακοίνωσε πως ασφυκτιά. Πως δεν
αντέχει την δεσμευτική θαλπωρή του έρωτα με την αφοσιωμένη, γοητευτική και κατά
πολύ νεώτερη σύντροφό του, και γι αυτό θα φύγει στην εξοχή, θα βγει στη
σύνταξη.
Δεν
τον καταλάβαινα!
Εντάξει,
η αρχική ιδέα μου ήταν πράγματι μια μετακίνηση του αναλυτή και διακοπή της
ψυχανάλυσης του Αντώνη, όχι όμως με αυτό σαν αφορμή. Επίσης, μπορεί ο Χ.Ψ. να
μου ρίχνει πάνω από δέκα χρόνια στην ηλικία, αλλά, ξέρω ήδη, πως θα μου ήταν
αδιανόητο, στα εβδομήντα μου και με καλή υγεία, να αποσυρθώ από την άσκηση του
επαγγέλματός μου.
Ο
κύριος Ψ. όμως έκανε του κεφαλιού του, συμπεριφέρθηκε όπως εκείνος ήθελε, απλά
μου άφηνε τη δυνατότητα να παρεμβαίνω σε κάποια σημεία όταν το θεωρούσα
απαραίτητο για την ικανοποιητική εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Αντίστοιχα
προβλήματα είχα και με τον Αντώνη, τον αναλυόμενό του. Ενώ εγώ όπως σας είπα,
δεν είχα εκφράσει σχεδόν καμιά δυσαρέσκεια τότε στον αναλυτή μου με την ανακοίνωση
της διακοπής, εκείνος, αντίθετα, αναστατώθηκε και θύμωσε πολύ με τον Χ.Ψ.
Κάθισε
λοιπόν και έγραψε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα που ήμουν αναγκασμένος όχι μόνον να
το δεχτώ, αλλά να το συμπεριλάβω, με πλάγια γραφή, στο σώμα του έργου μου.
Ευτυχώς ο εκδότης μου, ο Γιώργος Χατζηιακώβου, έδειξε κατανόηση, και δίχως
αντιρρήσεις εξέδωσε το βιβλίο όπως το παρέλαβε, και τον ευχαριστώ. Εσείς θα
κρίνετε αν είχε δίκιο να κάνει κάτι τόσο παράτολμο.
Ο
Χ.Ψ. είναι άνθρωπος με γενναία καρδιά, ομολογουμένως. Κατάλαβε τον θυμό και την
αγωνία του Αντώνη και τον άφησε ήσυχο να φαντασιωθεί τη ζωή του. Κι ο Αντώνης,
επωφελούμενος της κατανόησης, αφήνεται σε σενάρια για την πραγματικότητα και το
παρελθόν του Ψ., σενάρια που, σε κάποια σημεία, αγγίζουν την υπερβολή.
Ξέρει
ο Χ.Ψ. πως η απότομη και ακούσια διακοπή της ψυχανάλυσης είναι επικίνδυνη για
την ψυχική ισορροπία του αναλυόμενου. Έτσι θεώρησε πως η ενασχόληση του Αντώνη
με την συγγραφή θα είναι κατά κάποιο τρόπο μια εκτόνωση, αν όχι, μια συνέχεια
της θεραπείας του. Άλλωστε ακόμη κι αν ο ίδιος ο Αντώνης ισχυρίζεται πως το
γραπτό του είναι αποτέλεσμα φαντασίας, όλοι μας ξέρουμε, και κυρίως ο αναλυτής
του, πως είναι μια επεξεργασμένη μορφή των δικών του αναμνήσεων, της δικής του
οικογενειακής ιστορίας.
Όπως
αντιλαμβάνεστε το βιβλίο αυτό είναι ένας διαρκής συμβιβασμός. Ανάμεσα στους
ήρωες και σε μένα, δηλαδή τον επίσημο συγγραφέα του. Διότι, τελικά, εγώ μόνον
φέρω την ευθύνη του, το δικό μου όνομα είναι στο εξώφυλλο. Όλοι οι άλλοι, ο
αναλυτής, ο Αντώνης, καθώς και τα άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται, κρύβονται πίσω
από αινιγματικά αρχικά (όπως Χ.Ψ.), ή εμφανίζονται με ψευδώνυμα. Το Αντώνης, ας
πούμε, υιοθετήθηκε διότι ταίριαζε ηχητικά, σαν αντώνυμο, σαν αντι-όνομα, σαν
αντωνύμιο. Τώρα, το γεγονός ότι ο Άγιος Αντώνιος υπήρξε προστάτης των ψυχικά
ασθενών, ή το ότι Αντώνης ήταν το μικρό όνομα του πατέρα μου, αυτό δεν έχει
απολύτως καμιά σημασία για τον αναγνώστη.
Συμβιβασμός
λοιπόν, σαν την διαρκή διαπραγμάτευση ανάμεσα στις τρεις συνιστώσες του ψυχικού
οργάνου, όπως την διατύπωσε ο Φρόιντ στην 2η Τοπική. Πρόκειται για
την συνύπαρξη των, γνωστών πια σε όλους, τριών στοιχείων στην ανθρώπινη ψυχή:
Αυτό-Υπερεγώ-Εγώ.
Ο
νεαρός φουριόζος Αντώνης ταιριάζει με το Αυτό της δεύτερης Τοπικής του Φρόιντ.
Ξεχειλίζει από ερωτική ενόρμηση, βλέπει παντού ερωτικά και σεξουαλικά κίνητρα,
σε κάθε κίνηση, κάθε εκδήλωση της ζωής και των προβλημάτων της. Για παράδειγμα,
παρασύρεται από την διέγερση που του προκαλεί η όμορφη κοπέλα που συναντάει
τυχαία στο ασανσέρ και φαντάζεται το τατουάζ με τα αρχικά τού ψυχαναλυτή στους
γλουτούς της. Βέβαια, θα ομολογήσει στο τέλος πως ο ίδιος είχε κάποτε
ονειρευτεί το τατουάζ αυτό στο δικό του στήθος.
Ο
Αντώνης, όπως το Αυτό της ψυχανάλυσης, χαρακτηρίζεται από την ερωτική ενόρμηση,
κυρίως στον χώρο του υποσυνείδητου. Με το χειρόγραφό του κάνει μια προσπάθεια
διερεύνησης και συνειδητοποίησης των ενορμήσεων, κίνηση που παραπέμπει
κατευθείαν στην διαδικασία τής ψυχανάλυσης.
Η
ψυχαναλυτική θεραπεία, μέσω του φαινομένου της μεταβίβασης, δεν παύει να
αναμιγνύει παρελθόν και παρόν, σαν μια προοδευτική αποκάλυψη της Αλήθειας. Σαν
προσπάθεια άρσης της Λήθης, της αμνησίας, ή του μη λεχθέντος. Και στη ζωή του
Αντώνη είναι πολλά και σημαντικά τα μη λεχθέντα, τα ανείπωτα, τα αξεδιάλυτα.
Η
άλλη συνιστώσα της δεύτερης Τοπικής είναι το Υπερεγώ. Ο εσωτερικευμένος νόμος,
ο κανόνας, το πρέπει. Ο σεβαστός ψυχαναλυτής Χ.Ψ. εύκολα δέχεται να παίξει
αυτόν το ρόλο στο βιβλίο. Θα προσπαθήσει, όχι όμως πάντα με επιτυχία, να
κρατήσει τους τύπους, τα προσχήματα, το πλαίσιο.
Ως
προς αυτό είχαμε πάλι διαφωνίες μεταξύ μας. Διότι εγώ, που όπως αντιλαμβάνεστε
έχω τον ρόλο του Εγώ της φροϊδικής Τοπικής, και προσπαθώ να συμβιβάσω τα ασυμβίβαστα,
είχα άλλες προσδοκίες από τη συμπεριφορά του. Ως ψυχαναλυτής που είμαι,
επιθυμούσα το πλαίσιο αυτό να κρατηθεί άμεμπτο και καθαρό. Συγχρόνως όμως, ως
επίσημος συγγραφέας του βιβλίου που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, ήθελα να
συμβιβάσω τους πρωταγωνιστές ώστε το σύνολο να είναι, κατανοητό, ευχάριστο και
ενδιαφέρον για τον αναγνώστη.
Έτσι,
μέσα από συγκρούσεις, αμφιβολίες και συμβιβασμούς που κράτησαν τουλάχιστον δυο
χρόνια, γράφτηκε αυτό το μυθιστόρημα. Δέχτηκα να το υπογράψω και να το δώσω
στον Αρμό για δημοσίευση. Και, σήμερα σας το παραδίδουμε, τώρα πια ανήκει σε
σας. Εσείς θα κρίνετε το αποτέλεσμα.
Θα
εντοπίσετε το αγαπημένο μου θέμα, το δίπολο, το διπλό, το ζευγάρι, το «κάτι»
και το αντίθετό του, που είναι προσφιλής έννοια στους ψυχαναλυτές. Και πώς θα
μπορούσε να είναι αλλιώς σε ένα οικοδόμημα, την ψυχανάλυση, όπου ο θεμέλιος λίθος
είναι η σχέση δυο ανθρώπων; Του αναλυτή με τον αναλυόμενο. Σχέση ιδιαίτερη,
περίπλοκη, έντονη, με πολλές και διάφορες εκφάνσεις. Η σχέση αυτή ονομάστηκε
μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση.
Στο
μυθιστόρημα γίνεται μια προσπάθεια περιγραφής της μεταβίβασης. Ο νεαρός Αντώνης
προβάλει πάνω στην οθόνη που λέγεται ΧΨ πρόσωπα και ιστορίες, μυστήρια και
μυστικά της δικής του ζωής. Του δικού του παρελθόντος, κυρίως της οικογένειάς
του.
Σκέφτομαι την προτροπή που απευθύνουν
γονείς και κοινωνικό σύνολο σε κάθε νέο άνθρωπο: Κατασκεύασε το μέλλον σου! Είναι
προτροπή, ή ακόμα και προσταγή, που η ψυχανάλυση θα προσπαθήσει να μετατρέψει
στην ευχή: Κατασκεύασε το παρελθόν σου.
Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί την έννοια
της “κατασκευής”.
Είναι ένας όρος που δηλώνει μια
διεργασία μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας για την ανασύσταση μέρους της
παιδικής ιστορίας του ανθρώπου, πραγματικής ή φανταστικής.
Το βιβλίο του νεαρού Αντώνη μοιάζει σαν μια προσπάθεια
ιδιοποίησης του παρελθόντος και
των αλλαγών που φέρνει η ζωή, έτσι ώστε η ύφανση του αφηγήματος να καθιστά την προσωπική ιστορία λιγότερο ξένη, και κυρίως λιγότερο επώδυνη.
των αλλαγών που φέρνει η ζωή, έτσι ώστε η ύφανση του αφηγήματος να καθιστά την προσωπική ιστορία λιγότερο ξένη, και κυρίως λιγότερο επώδυνη.
Ο αφηγητής επιχειρεί να κρατήσει μια σχέση ανάμεσα σε εκείνον
και το παρελθόν του, ειδικότερα μια επαφή με τα παιδικά του χρόνια και την
ιστορία της οικογένειας. Γιατί ξέρει πως τότε σημαδεύτηκε από πρόσωπα και
γεγονότα, από παραστάσεις. Ξέρει πως πολλά απ’ αυτά είναι θαμμένα, λησμονημένα,
απωθημένα. Ξέρει επίσης όμως πως, ακόμα και ξεχασμένα, συνεχίζουν να επιδρούν
πάνω του, να καθορίζουν την πλοκή της ψυχικής του δραματουργίας. Τα ανακαλεί
λοιπόν στη μνήμη, ή τα κατασκευάζει. Και τα γράφει.
Είναι μια κατασκευή ενός παρελθόντος που έχει τις ρίζες του
στο παρόν!
Το «οικογενειακό μυθιστόρημα»
θριαμβεύει! Με τον όρο αυτό, «οικογενειακό μυθιστόρημα», χαρακτήρισε ο Φρόιντ
τις φαντασιώσεις μέσω των οποίων το άτομο τροποποιεί φαντασιακά τους δεσμούς με
τους γονείς και το περιβάλλον του, επινοώντας για την περίπτωση ένα είδος
μυθιστορήματος.
Είναι μια προσπάθεια να μετασχηματίσει τον παρελθόντα χρόνο ώστε το «πριν» να
συνεχίσει να υπάρχει και να διατηρήσει την σύνδεσή του με το «τώρα», να
κατασκευάσει ένα παρελθόν που να είναι πράγματι η αιτία και πηγή της ύπαρξης στο σήμερα και το αύριο.
Να είναι η νοσταλγία, λέει ο Πονταλίς, η λύπη για όσα έγιναν ή
δεν έγιναν, να είναι ο πόνος για το χαμένο παρελθόν και το επώδυνο παρόν που
οδηγούν τη σκέψη του αφηγητή; Σίγουρα λίγο απ’ όλα αυτά καθώς το τώρα είναι το
τώρα. Και «τώρα» σημαίνει σήμερα, χτες και αύριο. Τα ανθρώπινα όντα που είμαστε
αισθανόμαστε και πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνάει. Και μάλιστα ισχυριζόμαστε πως
περνάει πιο γρήγορα όσο γερνάμε. Αλλά ο Χρόνος αγνοεί ότι περνάει, είναι
ακίνητος, δεν έχει ηλικία. Κι ο καθένας μας έχει όλες τις ηλικίες όταν
σταματήσει να τεμαχίζει τον χρόνο, στο πριν και το μετά.
Αχ αυτά τα στερεότυπα με τις ηλικίες! Υπάρχουν, ξέρετε, και νεότερες
ηλικίες που ενδιαφέρονται για τα ψ-θέματα, ακόμα και για την ψυχανάλυση! Ναι,
ευτυχώς! Μπορεί λοιπόν ο Αντώνης του μυθιστορήματος να είναι φανταστικό πρόσωπο,
αποτέλεσμα μυθοπλασίας, όμως, έχουμε εδώ μαζί μας, ζωντανά στην πραγματικότητα,
κάποιους νεαρούς της ηλικίας του. Πρόκειται για ανήσυχα πνεύματα και είναι νέοι
φίλοι του καφέ ψ. Ευαισθητοποιημένοι από το βιβλίο, μου πρότειναν να μας κάνουν
μιαν έκπληξη απόψε. Μια μουσική έκπληξη! Ανατρεπτική, φρέσκια, δυναμική και
αποφασιστική.
Ούτε στιγμή δεν δίστασα, φυσικά, να δεχθώ το δώρο και τους
ευχαριστώ με συγκίνηση.
Ας τους απολαύσουμε! Και ας τους ενθαρρύνουμε!
Στο βίντεο που ακολουθεί ο DFC ραπάρει το κομμάτι
με τίτλο: ΧΨ:
Γεια σας! Με λένε Αντώνη, γράφω ρίμες, μουσική.
Μεγαλωμένος στην σιωπή γιατί, η οικογένειά μου
ήτανε μισή
Γυναίκες με μεγάλωσαν μ’ αγάπη κ στοργή.
Όλα ήταν ψέμα, ένοιωθα πως έζησα λάθρα με ξένο
αίμα
Με όνομα ασύμβατο, δίχως πατέρα βλέμμα,
Γκρεμός και πίσω ρέμα, ζωή κλεμμένο δέμα
Και μπαίνω μες στο θέμα:
Τέσσερα χρόνια, ήσουν μαζί μου, στο ντιβάνι,
στη ζωή μου,
Ματώνεις τώρα την ψυχή μου, τώρα που πας; εσύ
ΧΨ μου;
Τώρα που πας; Μέσα στη θλίψη με πετάς.
Φρούδες ελπίδες, όλα χαμένα, στοιχειά ανήμερα
τα περασμένα
Ανείπωτα και ξεχασμένα, τέσσερα χρόνια
ακυρωμένα,
Να μιλώ σε σένα, τα μάτια πονεμένα,
δακρυσμένα.
Μου ’πες πως φεύγεις, πως πας να ζήσεις, σε
τόπο άλλο
Πόνο μεγάλο! Πλήγμα και σάλο! κ Αμφιβάλλω
Ξέρω να αποβάλω, λάθος μεγάλο, τι διάολο
Αδυνατώ, μια τάξη να βάλω.
Ξέρω προβάλλω την αγωνία, όλη της ζήσης μου
την απορία
θέλω να σβήσω την αμφιβολία.
Δεν σε προσβάλω, μα ίσως σφάλω
ίσως ακόμα υπερβάλω, γι’ αυτό στέλνω σινιάλο...
Ήρθε το τέλος ήρθε’ η ώρα, μου λες πως φεύγεις,
πως-πήρες-φόρα;
Μόνο μ ‘αφήνεις, κατηφόρα, ζωή άδεια τώρα
Βροχή και μπόρα, στα όνειρά μου, είναι φρικτά τα
βάσανα μου!
στα όνειρά μου, δεν θα μιλήσω, δεν θα λυγίσω!!
Τα δάκρυα μου θα σκουπίσω, ζητάω τοίχο να
ακουμπήσω
Την δυστυχία μου να ανακουφίσω πριν τον κόσμο μισήσω.
Δε θα μιλήσω! μόνο θα γράψω, την ιστορία θα περιγράψω
Θα πω για σένα,, θα καταγράψω, δικά σου απωθημένα
Πρόσωπα Αγαπημένα, δικές σου αγάπες απ’ τα
περασμένα,
Ένα
βιβλίο για τη ζωή σου, τις αναμνήσεις την ψυχή σου
Έρωτες, βάθη-αβύσσου, χαρές λύπες εξίσου.
εγώ θυμήσου, πως ήθελα να είμαι το παιδί σου
η προσοχή σου, το αυτί σου.
Και με αφήνεις με μια φράση, φαρμάκι δίνεις
Ψυχή ζητάω κύριε Ψ, γι’ αυτό σου γράφω, αυτή
τη στιγμή.
Με ρίμες γράφω, με λόγια και ψυχή, μην φύγει η
ζωή!
Στάθηκες πίσω μου, βράχος γενναίος, κι εγώ να
λέω, να λέω και να κλαίω
Δίχως πατέρα δίχως λιμάνι μόνη ελπίδα, ήλιου
αχτίδα
και συ ΧΨ μου η μόνη πυξίδα.
Όπως στο τότε έτσι και τώρα, δίχως πατέρα και
τιμόνι,,
Η εγκατάλειψη μ’ αναστατώνει, σαν το μαχαίρι
με πληγώνει.
πονώ
στη σκέψη πως θα ’μαι μόνος τώρα παρέα θα ναι ο πόνος
Κι όμως πριν κλείσω θέλω να πω,
Με το γραφτό ,με το κομμάτι αυτό
…αν και με πλήγωσες,
Σ ‘ευχαριστώ
…αν και με πλήγωσες,
Ευχαριστώ την φίλη Στέλλα Βαγιωνά για την υποστήρηξη και για την ευαίσθητη, επιστημονική ματιά στο έργο μου.
Επίσης ευχαριστώ τη Μαρία Αμανατίδου για την αισθαντική ανάγνωση του διηγήματος.
Επίσης ευχαριστώ τη Μαρία Αμανατίδου για την αισθαντική ανάγνωση του διηγήματος.
Ευχαριστώ τους νεαρούς φίλους DFC (Νίκο Δαβιδιάδη) για την εκτέλεση του μουσικού κομματιού και τον Φώτη Μαρκάδα για την σύνθεσή του, καθώς και για την σχεδίαση της αφίσας-πρόσκλησης.