Εισαγωγικό κείμενο όπου με ένα κλινικό
παράδειγμα γίνεται προσπάθεια ανάδειξης της σχέσης των ενορμήσεων έρωτα και
θανάτου με άλλες ψυχαναλυτικές έννοιες, όπως με την απώθηση, την κατάθλιψη, τον
μαζοχισμό, το υπερεγώ, την μετουσίωση κλπ.
Ας μην ξεχνάμε πως ο Φρόιντ μίλησε για τις δυο
ενορμήσεις στο κείμενό του με τίτλο Πέρα
από την αρχή της ηδονής. Ο τίτλος από μόνος του τις συνδέει με την
γενικότερη λιβιδινική λειτουργία του ψυχικού οργάνου.
Είναι
ο φόβος ένδειξη ενορμήσεων;
Φοβάμαι!
Ένα ρήμα που ακούω τόσο συχνά στις συνεδρίες.
Αλλά στην ερώτησή μου Τι φοβάστε; σπάνια
ακούω την απάντηση που ψυχανεμίζομαι πίσω από τα λόγια. Ψυχανεμίζομαι δηλαδή
υποθέτω. Διότι, ως ψυχαναλυτής που είμαι, ακούω τα λόγια αλλά και πίσω από τα
λόγια. Με το τρίτο αυτί.
Αυτή είν’ η δουλειά μου: Να ακούω ρήματα,
λέξεις, προτάσεις, ήχους σύνθετους σε μορφή λόγου. Ακούω, καθισμένος στην
πολυθρόνα μου πίσω από το ντιβάνι, και τα ακούσματα γίνονται εικόνες, σαν τα
ρέμπους, κάνουν νόημα μέσα μου, κινητοποιούν αυτό που λέμε υποσυνείδητο, καμιά
φορά και διαίσθηση. Ειρήσθω εν παρόδω πως η δυσκολία αυτής της δουλειάς είναι
να κρατάω τις υποθέσεις και τις διαισθήσεις μου για μένα, δίχως να τις εκφράζω,
δίχως να προβλέπω την εξέλιξη. Να περιμένω την κατάλληλη στιγμή που ο
αναλυόμενος θα μπορέσει να ακούσει ο ίδιος, να προσαρμόσει την πραγματική ζωή
του στις ψυχικές του ανακαλύψεις.
Ακούω λοιπόν τους φόβους των αναλυόμενων.
Επιλέγω ένα μικρό απόσπασμα ταιριαστό με αυτά
που συζητάμε. Μιλάει ο Μ:
Φοβάμαι
να κάνω σχέσεις, φοβάμαι πως με την σεξουαλική επαφή θα αρρωστήσω. Ξέρετε, οι
σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες έχουν έξαρση στις μέρες μας. Και προτιμώ να
μένω στη γωνιά μου, μόνος ή στον γάμο μου, στην ασφάλεια του σπιτιού.
Φοβάμαι
επίσης την αποτυχία, την απραξία. Πως θα μείνω χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα...
ένας αποτυχημένος, ένας άχρηστος, περιθωριακός και βάρος στους άλλους.
Στην φάση αυτή θα έλεγα πως ο Μ, το εγώ του Μ,
κυριαρχείται από την ενόρμηση θανάτου, εκμηδενίζοντας τον εαυτό του, μην μπορώντας
να ελέγξει τον φόβο. Φόβο που μαρτυράει μιαν ενόρμηση, μια τάση
αυτοκαταστροφική.
Η ψυχανάλυση λέει πως η ενόρμηση καταστροφής
είναι η δύναμη που αντιτίθεται στις δυνατότητες ενοποίησης, που δρα κατά των
επενδύσεων, αυτό που ονομάζουμε αντικειμενότροπες σχέσεις.
Η κλινική εικόνα του Μ δείχνει άνθρωπο
καθηλωμένο με μαζοχιστική ηδονή σε μια καταθλιπτική θέση, με ενοχές, και άγχος.
Ας μην ξεχνάμε: η ενόρμηση του θανάτου στοχεύει στην καταστροφή του Εγώ.
Ακούω τους φόβους. Περιμένω βέβαια να ακούσω
αυτόν που σχεδιάζεται αχνά στο νου μου, όμως οι ασθενείς σπάνια θα μιλήσουν για
τον πραγματικό, τον απόλυτο φόβο του ανθρώπου. Διότι ο θάνατος, η σκέψη του, η
ιδέα του θανάτου γίνεται, όπως πολλά
ψυχικά θέματα, αντικείμενο απώθησης. Απώθηση σημαίνει καταχωνιάζω κάτι, κάπου
βαθιά, σε μια κρύπτη της ψυχής μου που η ψυχανάλυση ονομάζει υποσυνείδητο. Από
κει δύσκολα θα βγει στην επιφάνεια, στην πραγματική ζωή. Αν και όταν
επιστρέψει, και αυτό γίνεται δίχως κανείς να το προσκαλέσει, είναι η επιστροφή
του απωθημένου, το σύμπτωμα.
Φοβάμαι
το αεροπλάνο. Στη σκέψη και μόνο πως θα μπω στο μεταλλικό κουτί και θα διασχίσω
τα σύννεφα, νιώθω να λιποθυμώ, να μουδιάζω. Ξέρω πως είναι ανόητο, έχω
συνείδηση πως το αεροπλάνο είναι το πιο ασφαλές μέσο μετακίνησης, μετά το
ασανσέρ, λέει ο Μ με χιούμορ.
Κι όμως τρέμω στην ιδέα να χρειαστεί να
ταξιδέψω, είναι αδύνατον να το ελέγξω...
Όλοι οι φόβοι έχουν σχέση με το τέλος. Με τον
θάνατο. Η ψυχανάλυση όμως θα προσθέσει και με τα ερωτικά θέματα. Για την
ακρίβεια με την λίμπιντο. Με την επένδυση ή την αποεπένδυση.
Φοβόμαστε το θάνατο ή φοβόμαστε να πεθάνουμε;
Ο Μ υποστηρίζει πως φοβάται το αεροπορικό
δυστύχημα, δίχως να φοβάται, λέει, τον θάνατο. Ο θάνατος ο δικός μου, λέει,
δεν με τρομάζει. Με τρομάζει ο πόνος που θα προκαλέσω στους άλλους.
Στο μυαλό μου τριγυρνά συνεχώς η σκέψη τής κρυφής
επιθυμίας που κρύβεται πίσω από κάθε φόβο. Γιατί, δεν γίνεται, κάποια επιθυμία,
κάποια ενόρμηση ζωής θα βρίσκεται κάπου απωθημένη, που είναι σε συνεχή
αντιπαλότητα με την εμφανή ενόρμηση θανάτου.
Ο Φρόιντ μας διαβεβαιώνει σε όλα του τα
κείμενα, ότι ο έρως (φιλότης) και το νείκος (έρις, ενόρμηση θανάτου) όσο
υπάρχει ζωή βρίσκονται πάντα σε διαπλοκή.
Στις νευρωτικές καταστάσεις, όπως είναι η
περίπτωση του Μ η διαπλοκή των ενορμήσεων επιτρέπει στην λίμπιντο μιαν
ελευθερία: να κινείται προς συνδέσεις, αποσυνδέσεις και επανασυνδέσεις, κίνηση
που χαρακτηρίζει την ενορμητική δύναμη του ψυχικού οργάνου.
Στη συνέχεια της ανάλυσης εμφανίζονται άλλα
ενδιαφέροντα πράγματα γύρω και πέρα από την φοβία του αεροπλάνου. Που φωτίζουν
πτυχές της ψυχικής ζωής άγνωστες και ανεξερεύνητες.
Για παράδειγμα, κάποιος όπως ο Μ που υποφέρει
από την συγκεκριμένη φοβία αντιλαμβάνεται πως αυτή είναι μόνον η αρχή.
Ακολουθεί η φοβία του πλοίου, του τρένου, του αυτοκινήτου...
Όμως, φτάνει κάποτε η στιγμή να αναρωτηθεί: Κι
αν δεν επιστρέψω από το ταξίδι; Αν η ζωή μού ανοίξει άλλους ορίζοντες, αν εμφανιστούν
πειρασμοί και ενδιαφέροντα, χαρές που δεν έζησα, επιθυμίες που δεν
πραγματοποίησα; Αν εκεί που θα με οδηγήσει η διάσχιση των αιθέρων ανακαλύψω
επίγειους παράδεισους τόσο ελκυστικούς που θα καθηλωθώ σε μιαν ανέφικτη
επιστροφή...
Μμ, συνταρακτικό ερώτημα, επώδυνη
συνειδητοποίηση.
Μάλλον
θα πρέπει να βουλώσω τα αυτιά μου με κερί σαν τον Οδυσσέα, να μην ακούσω τις
προκλήσεις των Σειρήνων, λέει
χαμογελαστά.
Στα δικά μου αυτιά όμως που η Κίρκη με
συμβούλεψε να έχω ανοιχτά, οι κουβέντες αυτές αντήχησαν ενθαρρυντικά,
επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις μου για την ύπαρξη της ερωτικής ενόρμησης που
διεκδικεί το μερίδιό της.
Λίγο καιρό μετά, έγινε κάτι που με εξέπληξε
ακόμα και μένα τον ψυχαναλυτή. Ο Μ που είναι εκπαιδευτικός στο επάγγελμα,
ανέλαβε σε ιδιαίτερα μαθήματα έναν προέφηβο που τον παρουσιάζει σαν ένα
εξαιρετικό, έξυπνο, αξιαγάπητο και τρυφερό παιδί. Από τα λόγια του
αντιλαμβάνομαι πως ο μαθητής κινητοποιεί στην ψυχή του δασκάλου τις ενορμήσεις
ζωής.
Να λοιπόν πώς η ερωτική ενόρμηση, η ενόρμηση
της ζωής, έρχεται στην υπηρεσία της ενόρμησης θανάτου, σκέφτομαι. Αυτή τη φορά
για να την απενεργοποιήσει.
Κλασικά, λέμε πως ο έφηβος θεωρεί τον εαυτό
του αθάνατο. Ισχύει. Ισχύει όμως για όλους. Ακόμη κι ο βαριά άρρωστος που
ζητάει ευθανασία, δεν πιστεύει πως θα πεθάνει. Πολύ περισσότερο λοιπόν ο
καθένας μας, υγιής ή σχεδόν υγιής, αποφεύγει, υποσυνείδητα, την σκέψη του
θανάτου. Κι όμως! Αυτός ζωγραφίζεται στο μυαλό μου, ηχεί στο τρίτο αυτί μου,
ακούγοντας τους διάφορους φόβους, των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών, της
αποτυχίας, τής φοβίας του αεροπλάνου...
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ανιχνεύω μιαν
ακόμη σχέση ανάμεσα στις δυο ενορμήσεις. Τελικά, ο φόβος του θανάτου από τα
σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα ανοίγει την πόρτα στον φόβο του έρωτα.
Δηλαδή
τι; Φοβάμαι τον έρωτα;
αναρωτιέται αποσβολωμένος.
Όχι ακριβώς, σκέφτομαι. Η απωθημένη επιθυμία
για πραγματική ερωτική σχέση παντρεύεται τον φόβο του θανάτου. Στηρίζεται πάνω
της για να συνεχίσει να είναι απωθημένη. Η ενόρμηση θανάτου στην υπηρεσία της
ενόρμησης ζωής!
Ο Μ φαντασιώνεται, ναι, συνειδητοποιεί και
μιλάει για εξωγαμιαίες ερωτικές σχέσεις, αλλά σεξουαλικές, όπως λέει. Η
πραγματική, η αντικοιμενότροπη σχέση παραμένει απωθημένη. Πιεσμένη από ένα
δυσβάσταχτο υπερεγώ του κανόνα και του νόμου του γάμου, οφείλει να μείνει
απωθημένη, άρα μη ειπωμένη.
Αυτό που τον τρομάζει πραγματικά είναι η
δημιουργία λειτουργικών αντικειμενοτρόπων σχέσεων που χαρακτηρίζεται από
την αναγνώριση του άλλου ως αντικείμενο επιθυμίας και όχι ως εκφορτιστικό
αντικείμενο ανάγκης για να «αδειάζει» πάνω του το υποκείμενο. Μια τέτοια
σχέση, πραγματική, ουσιαστική, αντικειμενότροπη, του είναι απαγορευμένη, κι αν
ποτέ συνέβαινε θα επέφερε την τιμωρία, τον θάνατο. Το υπερεγώ του Μ είναι
αδιάλλακτο.
Ευτυχώς για κείνον μια άλλη ψυχαναλυτική
οντότητα θα μεσολαβήσει για να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση των φοβιών και του
φαύλου κύκλου των επαναλήψεων. Θα εμφανιστεί η Μετουσίωση! Με θεαματικό τρόπο θα μπει στη ζωή του ο μικρός
μαθητής του οποίου η παρουσία και ο δεσμός μαζί του θα βραχυκλώσει κάθε
επιστροφή του ασυνείδητου, κάθε συμπτώματος.
Η μετουσίωση με τον μη σεξουαλικό χαρακτήρα
της, άρα μη απαγορευμένη, μη κολάσιμη, αντιθέτως, κοινωνικά επιβραβεύσιμη, θα
ενισχύσει τις ενορμήσεις ζωής, θα τις καταστήσει νικηφόρες μέσα στη μόνιμη
σύγκρουση.
Χρειάστηκε
να ταξιδέψω με αεροπλάνο. Δεν ένιωσα καμιά φοβία, κανένα φόβο. Και ξέρετε
γιατί; Γιατί έφυγα με την πεποίθηση πως ο μαθητής μου με έχει απόλυτη ανάγκη,
πως δεν γίνεται να τον εγκαταλείψω, πως είναι δεδομένο πως θα επιστρέψω σώος
και αβλαβής για να συνεχίσουμε αυτό που αρχίσαμε.
Η ενόρμηση ζωής είχε κάνει το θαύμα της μέσω
της μετουσίωσης. Η δουλειά με τον αξιαγάπητο μαθητή πήρε ισχύ ερωτικής δύναμης,
ικανής να υπερνικήσει τα εμπόδια που έβαζε η ενόρμηση θανάτου.
Τώρα πια δεν υπήρχαν φόβοι αφανισμού,
αποτυχίας, απραξίας, που τον ταλαιπωρούσαν με μαζοχιστική εμμονή. Η «κατάθλιψη»
του Μ που επέβαλε η ενόρμηση θανάτου, αποπροσανατόλιζε το βάρος και τον φόβο της
απώλειας. Ως τότε η μαυρίλα της απώλειας η σκιά τής χαμένης ευτυχίας έπεφτε
πάνω στον ίδιο τον Μ ως υποκείμενο. Τώρα ένα «ερωτικό» αντικείμενο έχει κάνει
την εμφάνισή του, η αντικειμενότροπη σχέση είναι εφικτή, ορατή,
πραγματοποιήσιμη. Μέσω της μετουσίωσης. Η δε αναζήτηση ευκαιριακών σεξουαλικών
σχέσεων έχει προς το παρόν αναβληθεί, ο Μ επενδύει πλέον σε μετουσιωμένη
ερωτική ορμή, τεράστιας ψυχικής αξίας.
Μένει βέβαια να σκεφτούμε επίσης την επίδραση
που είχε σ’ αυτή την θεαματική αλλαγή, η σχέση του υποκειμένου, του Μ, με τον
ψυχαναλυτή του. Μ’ άλλα λόγια να μιλήσουμε για την μεταβίβαση που ενήργησε μέσα
στην ψυχαναλυτική διαδικασία με στόχο την ανίχνευση και επεξεργασία των
ενορμήσεων. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που θα μας απασχολήσει σε μιαν
άλλη συνάντηση του καφέ Ψ.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Πριν γράψω το παραπάνω κείμενο με το κλινικό παράδειγμα είχα
διαβάσει τα πολλά σημειώματα που μου δωρίσατε στο προηγούμενο καφέ Ψ. Τα
διάβασα και μετά, και συγκινήθηκα με τον αυθορμητισμό τους αλλά κυρίως με την
ευστοχία τους, τόσο που σκέφτηκα πως άδικα έγραψα το κείμενο με το κλινικό
παράδειγμα. Μια χαρά είχατε αντιληφθεί την ύπαρξη, τη σημασία, και την επίδραση
των ενορμήσεων στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Για να είμαι ειλικρινής η ιδέα να προτείνω στην Ιω Λε Μολλέρ να μας
χαρίσει λίγες στιγμές ευχαρίστησης και
πληρότητας επιβλήθηκε στο νου μου διαβάζοντας τα εξής:
Ο έρωτας είναι από τα πιο
έντονα, ευχάριστα και συνάμα δυσάρεστα συναισθήματα. Ο έρωτας εκδηλώνεται όχι
μόνο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων αλλά και σε κάθε τι, όχι σαν απλή
ευχαρίστηση αλλά με την αίσθηση της πληρότητας, όπως για παράδειγμα στη
μουσική.
Σε άλλο σημείωμα:
Έρωτας είναι η ίδια η μουσική,
το ρίγος που διαπερνά όλο σου το κορμί υπό τον ήχο μιας μελωδίας... ή ακόμα και
το ίδιο το πάθος για τη μουσική, ποιος καλλιτέχνης άραγε δεν κατακλύζεται από
πάθος και απωθημένα;
Ένας ταξιδευτής γράφει:
...ο έρως δεν μεταφράζεται σε
ξένες γλώσσες. Έρως, όταν ξυπνάω αγκαλιά με καλή παρέα, όταν συναντώ
αγαπημένους ανθρώπους, όταν πίνω τσάι μόνος ή με φίλους, όταν τρώω λίγη
σοκολάτα, όταν προγραμματίζω το επόμενο ταξίδι μου στο εξωτερικό...
Ε, ναι είπαμε, υπογράφει ένας ταξιδευτής, στο εξωτερικό, λέει.
Όμως, λίγο πιο κάτω στο σημείωμα, όπου γράφει για τον θάνατο:
Δεν θα μπορούσα ποτέ να ανοιχτώ για μένα και όσα με απασχολούν μπροστά σε κάποιον ειδικό. Είμαι κλειστός άνθρωπος με παρωπίδες και διάφορες προσωπίδες.
Δεν μοιάζει τόσο εσωστρεφής ο ταξιδευτής στο εξωτερικό που είναι ο
καλύτερος ακροατής για τα προβλήματα των άλλων...
Στο τέλος του σημειώματος γράφει:
Δυσκολεύομαι να μιλήσω. Τι θα
έλεγε γι’ αυτό ο Φρόιντ ή ο Αριστοτέλης;
Δεν ξέρω. Εγώ, ένας ακροατής των άλλων, θα του έλεγα πως πάντα το ακούω
είναι από την πλευρά της σύνδεσης, της ανίχνευσης, της αναρώτησης, και τελικά
της ζωής.
Πώς θα άκουγε ο «ταξιδευτής» μας το επόμενο σημείωμα;
Κάθε φορά τόσα χιλιόμετρα
Δρόμος μακρύς
Γιατί να μην κάνω μια
στραβοτιμονιά
Να απαλλαγώ από αυτά
Να έρθει το σκοτάδι και να
αφήσω συντρίμμια.
Ποιητικός και μελαγχολικός ο λόγος στο σημείωμα αυτό.
Με
ποίηση θα απαντήσω. Στην ενόρμηση θανάτου της στραβοτιμονιάς, στο σκοτάδι και
τα συντρίμμια, εγκυμονεί στα σίγουρα η επιθυμία επιστροφής, μετά τα τόσα
χιλιόμετρα, κάθε φορά, δρόμος μακρύς… επιστροφή στο σπίτι στην αγκαλιά και
θαλπωρή, ανέφικτη επιστροφή. Άραγε μόνον αυτό; Η ψυχανάλυση μας δίδαξε πως η
ανθρώπινη ψυχή δεν μπορεί πάντα να ξεκαθαρίσει την οντότητα της επιθυμίας.
Παραμονεύει μια άλλη βασική ψυχική παράμετρος: Η Αμφιθυμία.
Μου
έρχονται στο νου οι στίχοι του Καβάφη για την πτωχική Ιθάκη, μετά τα τόσα
χιλιόμετρα, τα τόσα μίλια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε
γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι
σημαίνουν.
Όμως,
πιο ταιριαστό στην περίσταση μου μοιάζει ένα άλλο ποίημα του Καβάφη:
Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.
Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.
Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.
Και ως ακτίνες έδυσαν.
Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.
Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
Κ’ έφυγεν.
Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης.
Και
άντε λοιπόν πάλι απ’ την αρχή, Κάθε φορά τόσα χιλιόμετρα, Δρόμος μακρύς...
Μήπως, σκέφτομαι, η στραβοτιμονιά
του Οδυσσέα να είναι αυτή ακριβώς, η Δεύτερη Οδύσσεια;
Η ενόρμηση ζωής, καλά κρυμμένη πίσω από την θανατερή ερώτηση Γιατί να μην κάνω μια στραβοτιμονιά, να
είναι ακριβώς η αλλαγή πορείας, η κρυφή επιθυμία πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.
Μια επιθυμία τρελή και αβάσταχτη που θα καθιστούσε δια παντός ανέφικτη
την επιστροφή που ορίζει η νοσταλγία, ο κανόνας και τα πρέπει που μας
καταδυναστεύουν. Αυτή η επιθυμία ενδιαφέρει την ψυχανάλυση, αυτήν προσπαθεί να
φέρει στην επιφάνεια της συνείδησης. Διότι, αν μείνει τρελή αβάσταχτη και
απωθημένη, ίσως το σκοτάδι και τα
συντρίμμια δώσουν τη λύση, και θριαμβεύσει η ενόρμηση του θανάτου. Και
είναι ακριβώς αυτό που πολεμάει η ψυχανάλυση.
Με άλλα λόγια, κάποιος άλλος γράφει για την σύγκρουση θανάτου και
έρωτα:
Η φλόγα σβήνει το κερί λιώνει.
Το σκοτάδι εισβάλει στις ψυχές τω ανθρώπων και ο φόβος αναλώνει τη διάθεση για
ζωή... μεταφυσική ή όχι. Ανάγκη για αλλαγή, κάτι καινούργιο, μια νέα αρχή, το
κλείσιμο ενός φαύλου κύκλου. Μήπως τελικά ο ίδιος ο φόβος του θανάτου υποκινεί
για ζωή;
Τα σβηστά κεριά επανέρχονται σε άλλο σημείωμα:
Θάνατος είναι κι όταν κάτι που
αγάπησες, που σήμαινε πολλά στη ζωή σου, παύει, είναι πια ένα τίποτα για σένα.
Κι όσο τα χρόνια περνούν τόσο πληθαίνουν τέτοιοι θάνατοι: σαν τα σβηστά κεριά
που πίσω μας πληθαίνουν.
Στο
ίδιο μήκος κύματος το επόμενο σημείωμα.
Ένα
μικρό απόσπασμα που μοιάζει σαν να δίνει την κεντρική ιδέα του θέματος. Απ τη
μια η σύνδεση έρωτα και θανάτου, απ’ την άλλη η ένταξη των εννοιών αυτών στο
σύνολο των κινήσεων της ανθρώπινης ψυχής.
Ελπίζω η ευτυχία να μην βρίσκεται
στον έρωτα, διότι πολλοί θα είναι δυστυχισμένοι. Είναι άσχημη η ταύτιση της
ευτυχίας με τον έρωτα γιατί ο έρωτας είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον θάνατο. Γενικότερα
προτιμώ να πεθάνω σωματικά παρά πνευματικά.
Συχνή έκφραση έρωτας-θάνατος δυο
πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Μια τελευταία ανάγνωση τώρα, σαν φόρο τιμής στη μνήμη του δάσκαλου
Θανάση Τζαβάρα που μας άφησε πριν λίγο καιρό. Είναι λίγες γραμμές από ένα
κείμενό του που βρίσκεται στο Ταξίδι από
τα Κύθηρα που ξαναδιάβασα μετά τον θάνατό του και αναφέρεται στην παράταση
ζωής.
Το συμπέρασμα θα μπορούσε να
είναι ότι την παράταση της ζωής μας την επιτρέπει η αναγνώριση των Άλλων σαν
μέρος του εαυτού μας. Το παζλ της ζωής παραμένει να είναι –είτε αυτά είναι
ιδέες που πήραμε ως κληρονομιά από τους ανιόντες, είτε είναι γονίδια που δώσαμε
στους κατιόντες– η αχρονική διάρκεια της Ποίησης.
Με αυτές τις αναγνώσεις και τις λίγες διάσπαρτες σκέψεις για τις δυο
ενορμήσεις του ψυχικού οργάνου, θα κλείσω την επισκόπηση των σημειωμάτων που
μας προσφέρατε. Όλη αυτή η ενασχόληση με τις δύο ψυχικές ενορμήσεις δεν είναι
παρά μια προσπάθεια κατανόησης, ή όπως γράφει κάποιος στο σημείωμα:
Απόπειρες ολοκλήρωσης του
ανολοκλήρωτου.
Ο Βασίλης Παπαδόπουλος, φοιτητής ψυχολογίας, διαβάζει το "Παραμύθι" του.
Η Σιωπή της
Ελευθερίας
Μια φορά κι έναν καιρό μια νεαρή κοπέλα που την
έλεγαν Ελευθερία και ο πατέρας της αποφάσισαν να πάνε μια ωραία, μεγάλη εκδρομή
ψηλά στον Όλυμπο, εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι αθάνατοι δώδεκα θεοί της
αρχαιότητας. Περπατούσαν οι δυο τους, εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά του
τοπίου. Πέρασαν από καταπράσινα δάση, συναντούσαν ποταμάκια που έρρεαν,
διέσχισαν φαράγγια. Όλα έδειχναν τόσο αρμονικά. Έτσι και η Ελευθερία με τον
πατέρα της ήταν τόσο χαρούμενοι που τραγουδούσαν, χόρευαν κι έπαιζαν. Ανέμελοι,
μακριά από ανησυχίες της καθημερινής ζωής.
Μπροστά της είδε μια σπηλιά και μπήκε προς
τα μέσα. Από το αχανές βάθος κάτι έφεγγε. Πλησίασε με δισταγμό και να που
διέκρινε έναν νεαρό να ζεσταίνεται κοντά σε μια φωτιά, που προφανώς είχε ανάψει
ο ίδιος. Αυτός την είδε και καλοσυνάτα, με εγκάρδιο βλέμμα, της είπε: «μπορείς
να έρθεις πιο κοντά να ζεσταθείς. Φαίνεσαι ταλαιπωρημένη». Η Ελευθερία δείχνει
να ηρεμεί. Ο νεαρός, που στα παραδοσιακά παραμύθια θα ήταν το πριγκιπόπουλο, πρόσθεσε:
«Ευτυχώς βρήκαμε καταφύγιο και μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτές τις δύσκολες
στιγμές. Εγώ είμαι ένας περιπλανώμενος εξερευνητής του φυσικού μας κόσμου. Όταν
ξέσπασε η μπόρα πρόλαβα και ήρθα εδώ, άλλωστε ξέρω καλά τα κατατόπια». Έτσι, η
Ελευθερία έκατσε κοντά του και ζεστάθηκε. Η κακοκαιρία πέρασε και οι δυο τους
ξεκίνησαν για τον γυρισμό σε έναν ειρηνικό οικισμό, χαμηλά στους πρόποδες του
Ολύμπου, όπου ο νεαρός είχε αρχίσει να χτίζει το σπίτι του. Βλέπετε, σε
αντίθεση με τα παλιά παραμύθια, το σύγχρονο
πριγκιπόπουλο δεν έχει παλάτια, αλλά μόνο του προσπαθεί να φτιάξει το
σπιτικό του σε έναν φτωχό οικισμό.
Σε
αυτόν τον οικισμό οι δυο μας ήρωες, με καθημερινή προσπάθεια και συνεργασία,
μεγάλωναν σιγά σιγά τον χώρο τους. Οι γείτονές τους βοηθούσαν συχνά. Η
Ελευθερία προσαρμόστηκε γρήγορα. Κάθε μέρα ήταν ορεξάτη για δουλειά και μάθαινε
συνέχεια από την νέα της ζωή.
Το σπιτικό ήταν σχεδόν έτοιμο, ώσπου μια
μέρα συνέβη και πάλι ένα δυσάρεστο γεγονός. Η Ελευθερία ξαναήρθε αντιμέτωπη με
μια απώλεια βλέποντας τον αγαπημένο της φίλο να χτυπάει σοβαρά στο κεφάλι, κατά
την διάρκεια των εργασιών. Οι γείτονες έτρεξαν να δουν τι γίνεται και να προσφέρουν
τις πρώτες βοήθειες. Στο χωριό υπήρχε έναν ειδικευόμενος γιατρός που τον
φρόντισε από την πρώτη στιγμή. Ώσπου μια μέρα ξύπνησε, αν και αδύναμος,
σηκώθηκε. Αλλά τον ενθουσιασμό και την χαρά διαδέχτηκε ένα μούδιασμα. Ο νεαρός
δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Ο «πρίγκιπας» μας, αν και κατάλαβε ποια ήταν η
κατάστασή του, ήταν ο μόνος που δεν ανησυχούσε. Είχε μάθει στη ζωή του να
παλεύει και δεν θα το έβαζε κάτω. Θα έβρισκε λύση..
Το σπίτι ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό
διάστημα. Η κατασκευή είναι σταθερή και τα θεμέλια ισχυρά. Τώρα οι νεαροί μας ασχολούνται
με την εσωτερική διακόσμηση. Η Ελευθερία ασχολείται επίσης με τον κήπο, ανακαλύπτοντας
τα μυστικά της ανθοκομίας. Ο νεαρός μας
αρχίζει να εξασκεί το νέο του ταλέντο, την ζωγραφική. Είπαμε ότι θα έβρισκε μια
λύση να εκφράσει τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του! Οι δυο τους είναι
πολύ ευτυχισμένοι με τις ασχολίες τους και την εξέλιξή τους. Ο ένας θαυμάζει
τον άλλον και μπορούν να συνεννοούνται χωρίς κανένα πρόβλημα. Αρχίζουν να
διακοσμούν το σπίτι με πίνακες του νεαρού μας πλέον ζωγράφου. Ο πρώτος του
ολοκληρωμένος πίνακας είναι εντυπωσιακός και αρκετά συμβολικός. Δείχνει τρία συμμετρικά
καυσόξυλα που καίγονται σχηματίζοντας μια μεγάλη παχιά φλόγα κάτω από τον
σκοτεινό ουρανό. Εκεί στον ουρανό είναι σχηματισμένα τρία λαμπερά αστέρια σε
τριγωνικό σχήμα.
Με αυτόν τον τρόπο οι δυο μας ήρωες
πέρασαν τα επόμενα τους χρόνια. Μαζί πορευόντουσαν στους κύκλους της ζωής, στα
εύκολα και στα δύσκολα. Και σε αυτό το σημείο θα μπορούσε να τελειώσει η
ιστοριούλα μας, αλλά ήρθε κάποια στιγμή που πράγματι αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση
όχι μόνο για τους φίλους μας, αλλά και για όλη την τοπική κοινωνία.
Έπειτα λοιπόν από κάποια χρόνια, στον
μεγάλο πλέον οικισμό μας, κατέφτασε ένας έμπορας. Οι διαδικασίες έγιναν πολύ
γρήγορα και ένα φανταχτερό μαγαζί ξεπρόβαλε. Παντού φωτεινά λαμπάκια κι
επιγραφές! Ήταν αδύνατον να μην κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον των
κατοίκων. Στο μαγαζί εμπορευόντουσαν ταξίδια αναψυχής... Ταξίδια σε κορυφές
ψηλές. Μάλιστα μερικοί πήγαιναν σε αυτόν τον εντυπωσιακό χώρο απλά για να
ξεχαστούν, να δουν τα λαμπάκια που αναβόσβηναν ρυθμικά. Η Ελευθερία με τον φίλο
της ήξεραν περί τίνος πρόκειται, δεν μπήκαν στον πειρασμό, άλλωστε δεν είχαν
τέτοια ανάγκη.
Ήρθε η ημερομηνία της πρώτης αναχώρησης. Ο
προορισμός που είχε επιλεχτεί ήταν ο Όλυμπος. Έφυγαν λεωφορεία με κόσμο από
κάθε ηλικία να χαίρεται και να ελπίζει σε ένα ονειρεμένο ταξίδι. Όμως, η
προκαθορισμένη ημερομηνία επιστροφής πέρασε και κανείς δεν είχε επιστρέψει. Όλοι
άρχισαν να ανησυχούν. Ξαφνικά φάνηκαν κάποιοι ταξιδιώτες να έρχονται με τα
πόδια, αλλά ίσα που μπορούσαν να περπατήσουν. Ήταν βρεγμένοι, πεινασμένοι, εξουθενωμένοι.
Μερικοί χάθηκαν και δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Ο πόνος μεγάλος για όλη την
κοινότητα.
Η
Ελευθερία έλαβε αμέσως δράση. Άνοιξε τις πόρτες του σπιτιού της και φιλοξένησαν
όλους τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους. Οι γείτονες τους έδιναν μαγειρεμένα
φαγητά και ξύλα για να καίνε. Επιστρατεύτηκε και ο πρώην ειδικευόμενος
γιατρουδάκος, που κάποτε είχε γιατρέψει τον φίλο μας, πλέον ένας έμπειρος
παθολόγος. Έτσι έγιναν όλοι καλά, δυνατοί να συνεχίσουν και να αρχίσουν από
εκεί που τα άφησαν. Επέστρεψαν στα σπίτια τους που τα μετέτρεψαν σε φτωχικά
παλάτια. Ο ζωγράφος μας εμπνεύστηκε από αυτή τη δοκιμασία και δημιούργησε το
πιο λαμπρό του έργο. Στο κέντρο δεσπόζει επιδεικτικά ένας μονοκόμματος
ουρανοξύστης μαύρου γυαλιστερού χρώματος που σκίζει μεταφορικά τον ουρανό και
τον αιθέρα, δείχνοντας δύναμη και υπεροχή. Στο έδαφος όμως γύρω του, στα στενά
δρομάκια που σχηματίζονται μεταξύ των υπόλοιπων οικοδομημάτων, υπάρχει πλήθος
κόσμου. Παντού πολλά αυτοκίνητα, άνθρωποι αγχωμένοι, σκοτάδι και βρωμιά. Διακρίνονται
καθαρά ένας άρρωστος που τον επιβιβάζουν με καρότσι σε ασθενοφόρο, ένας άστεγος
που προσπαθεί να ζεσταθεί, μία συμμορία να κλέβει έναν περαστικό. Στο κάτω μέρος
γράφει τον τίτλο «Ο Σύγχρονος Πύργος της Βαβέλ».
Σύντομα το σπίτι της Ελευθερίας και του
φίλου της έγινε το κέντρο όλης της κοινότητας. Ο περισσότερος χώρος
διαμορφώθηκε ειδικά για να βλέπουν οι επισκέπτες τους πίνακες και υπήρχε
δυνατότητα να κάθονται, να πίνουν τσάι ή καφέ και να συζητούν. Μπορούσε να
ακούσει κανείς πολύ ενδιαφέροντα θέματα, άλλωστε έμπνεε και το περιβάλλον. Σε
αυτό φρόντισαν η Ελευθερία με τον σοφό της φίλο, ο οποίος ναι μεν δεν μιλούσε
αλλά μιλούσαν όλοι οι άλλοι που έβλεπαν τους πίνακες. Με αυτό τον τρόπο η
τοπική κοινωνία, που μεγάλωνε όλο και περισσότερο, θυμόταν τα παλιά και
προχωρούσε για τα μελλοντικά θέτοντας πάντα ως πρώτη προτεραιότητα τον άνθρωπο
και την ευτυχία.
Έτσι κατάφεραν να ζήσουν όλοι μαζί καλά κι
εμείς να προσπαθήσουμε για το καλύτερο!
Βασίλης Παπαδόπουλος
Ευχαριστώ όλους τους "θαμώνες" για την συμμετοχή.
Γ.Β.
Επόμενο καφέ Ψ στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης την Δευτέρα 4/4/16.
Βασίλης Παπαδόπουλος
Ευχαριστώ όλους τους "θαμώνες" για την συμμετοχή.
Γ.Β.
Επόμενο καφέ Ψ στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης την Δευτέρα 4/4/16.