Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Ψυχαναλυτικές κατασκευές με αφετηρία το ζωγραφικό έργο (1).

















Γράφει ο Διονύσης Παπακώστας
ΣΚΕΨΗ:
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Ωραία και μεστή πρόταση: «Ψυχαναλυτικές κατασκευές με αφετηρία το ζωγραφικό έργο», με εμπνέει και κινητοποιεί δραστικά τη σκέψη, και με σπρώχνει αμέσως να αναρωτηθώ: πώς πρέπει άραγε να εννοήσω αυτή τη σύνδεση ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τη ζωγραφική, πώς μπορώ να εκλάβω το όποιο ζωγραφικό έργο ως αφετηρία για ψυχαναλυτικές κατασκευές;
Και πρώτα-πρώτα οδηγούμαι να σκεφτώ, αφήνοντας κατά μέρος τις κατασκευές σαν γέννημα θρέμμα της αφετηρίας, του ζωγραφικού έργου δηλαδή..., πώς να σχετίζονται άραγε μεταξύ τους αυτές οι λέξεις, η ζωγραφική και η ψυχανάλυση, ποια τα σημαίνοντα και η έννοιά τους; Στοχάζομαι λοιπόν..., τί κάνει τι;
Η ζωγραφική «κατασκευάζει» την ψυχανάλυση ή η ψυχανάλυση «κατασκευάζει» τη ζωγραφική; Ποιος κάνει τι; Η κότα το αυγό ή το αυγό την κότα, ή, για να το πω αλλιώς, το φίδι είναι του αυγού ή το αυγό είναι του φιδιού, ποιό είναι το φίδι και ποιο το αυγό;
Ωραίες αυτές οι ερωτήσεις, καίριες, μα εγώ θα επιμείνω: Το ζωγραφικό έργο είναι έργο ή είναι ο καθρέφτης που μέσα του καθρεφτίζεται η ψυχανάλυση ως αφετηρία του; Μήπως η ψυχανάλυση είναι η αφετηρία του ζωγραφικού έργου; Και είναι το ζωγραφικό έργο η αποτύπωση της ψυχανάλυσης-αφετηρίας;
Με χαροποιούν και με κεντρίζουν κι αυτές οι ερωτήσεις, ωστόσο επιχειρώ και άλλη μια εμβάθυνση:

Τι καθρεφτίζει τελικά αυτός ο καθρέπτης; Πρόκειται γι’ αυτό που υποδηλώνει η φράση «καθρέφτη καθρεφτάκι μου», ή -χωρίς κι αυτό να το περιφρονούμε- στην επιφάνειά του ο καθρέφτης μας εμφανίζει την αποτύπωση της ψυχανάλυσης της αφετηρίας; Σ’ αυτή την περίπτωση Βέβαια η ζωγραφική δεν είναι παρά σιωπηρή ψυχανάλυση...


Θριαμβολογώ τώρα ως Βλαξ με τις σκέψεις με τις οποίες καταγίνομαι, όμως δεν παύω να σκέφτομαι:
Ψυχαναλύει η ζωγραφική; Με το έργο; Το αποτύπωμα; Ή κάπως αλλιώς; Και προβαίνει πράγματι σε κατασκευές η ψυχανάλυση με αφετηρία το ζωγραφικό έργο;
Υπάρχουν αναρίθμητα ζωγραφικά έργα, καλά, κακά, άσχημα, υπάρχουν όμως αντίστοιχα καλές, κακές και άσχημες ψυχαναλύσεις; Δεν είμαι ειδήμων και γι’ αυτό δεν γνωρίζω, παρά μόνο να εικάσω, να υποθέσω μπορώ. Εστιάζω ωστόσο πάλι στο αν τα διάφορα ζωγραφικά έργα, καλά, κακά ή άσχημα, δημιουργούν ψυχαναλυτικές κατασκευές. Μπορούμε άραγε να φτάσουμε μέχρι την αφετηρία; Στο σημείο δηλαδή εκείνο που σημασιοδοτεί την ψυχαναλυτική αναγκαιότητα με αφετηρία το ζωγραφικό έργο;
Άρα, δεν συμπεραίνουμε πως το ζωγραφικό έργο είναι η κρυφή ή και εμφανής κατάθεση μιας προσωπικής αλήθειας;
Και κατά συνέπεια η ζωγραφική δεν αποκαλύπτεται ως ο ελεύθερος χώρος της έκφρασης χωρίς αναστολές και αποκρύψεις; Και η ψυχανάλυση δεν δημιουργεί την κατασκευή που οδηγεί στην αφετηρία; Και μ’ αυτό τον τρόπο, δεν γίνεται όντως η ψυχαναλυτική κατασκευή, η αφετηρία για την ερμηνεία του ζωγραφικού έργου;

Διερωτώμαι τώρα, τι σημαίνει αφετηρία, προκειμένου για το ζωγραφικό έργο ή γενικότερα για το έργο τέχνης; Και μπορούν, έχουν τη δυνατότητα, τα διάφορα ζωγραφικά έργα (καλά, κακά ή άσχημα), δημιουργώντας τις ψυχαναλυτικές κατασκευές να μας φτάσουν μέχρι την αφετηρία;
Με τη νοηματοδότηση εν γένει της αποτύπωσης των συναισθημάτων και των πνευματικών φαντασιώσεων του ζωγράφου, η ψυχανάλυση κατασκευάζει και ερμηνεύει ή ερμηνεύει τις κατασκευές του ζωγραφικού έργου;
Τα ζωγραφικά έργα, στο βαθμό που όπως υποθέσαμε, είναι αποτύπωμα ή καθρέφτης, μπορούμε συνάμα να ισχυριστούμε πως είναι και δημιουργήματα ελεύθερων συνειρμών. Αποτελούν λοιπόν τα ζωγραφικά έργα βάση και θεμέλιο για την ψυχανάλυση;

Κι αν θεωρήσουμε πως οι κατασκευές της ψυχανάλυσης συνιστούν τις ψυχαναλυτικές διόδους ώστε να φθάσουμε μεθοδικά στο προσυνειδητό, στο υποσυνείδητο και προχωρώντας στο ασυνείδητο, τότε λοιπόν δεν οδηγούμαστε πράγματι στην ερμηνεία του ζωγραφικού έργου, δηλαδή στην αφετηρία της δημιουργίας του;
Βυθιζόμενοι διαδοχικά από το προσυνειδητό στο υποσυνείδητο και τελικά στο ασυνείδητο, ανακαλύπτουμε εκεί τη σπηλιά, τη μήτρα, βρίσκουμε τον «τόπο» όπου κρύβονται τα αίτια, συναντούμε την αφετηρία του ζωγραφικού έργου...
Γιατί όμως άραγε όλος αυτός ο κόπος, απλώς και μόνο για την ερμηνεία των ψυχαναλυτικών κατασκευών που εκκινούν από το ζωγραφικό έργο ή έστω και για τη θεραπεία μέσω της ερμηνείας;
Αν σκεφτούμε όμως ότι καθώς ο δημιουργός ζωγραφίζει, εκφράζοντας και απεικονίζοντας το ασυνείδητό του, παράγονται στον ίδιο ηρεμιστικές και χαρωπές αντιδράσεις; Ότι δηλαδή έχουμε θεραπευτικά αποτελέσματα; Εντελώς ανάλογα, αν με την ψυχανάλυση συνειδητοποιήσουμε και ερμηνεύσουμε τα ασυνείδητα περιεχόμενα, κατέχουμε πια μια συνολική γνώση, με τα αντίστοιχα θεραπευτικά αποτελέσματα.

Αλλά δεν μπορώ να σταματήσω εδώ... Η περί ης ο λόγος θεραπεία του δημιουργού σκοτώνει τη δημιουργικότητα; Η δημιουργικότητα δηλαδή είναι ασθένεια; Ή τελικά η ασθένεια είναι μια υγιής πηγή δημιουργίας;
0 Φρόυντ, αν το θυμάμαι καλά, κάπου λέει πως το έργο του δημιουργού είναι η μετουσίωση της ψυχοπαθολογίας. Μετά από μια τέτοια δήλωση όμως τι συμπεράσματα άραγε μπορούμε να βγάλουμε;
Ενθυμούμενοι τα όσα ελέχθησαν ως τώρα, φθάνουμε να πούμε πως αν οι ψυχαναλυτικές κατασκευές θεωρήσουμε πως είναι οι δίοδοι, οι διάδρομοι μεταξύ αφετηρίας και συνείδησης, (η πορεία δηλαδή της συνειδητοποίησης μέσω της ψυχανάλυσης), άρα ο ζωγράφος και γενικότερα ο καλλιτέχνης οδηγείται με τη Βοήθεια της ψυχανάλυσης στη γνώση. Παράγει συνεπώς έργο περισσότερο εκφραστικό, ελκυστικό να το παρατηρείς, πιο συγκινησιακό, δημιουργικό και επικοινωνιακό, εξαναγκάζει τον θεατή να φανταστεί το δικό του ταξίδι, μέσω του ζωγραφικού/καλλιτεχνικού έργου. Το εκφράζω σωστά;

Προκύπτει τώρα το εξής ερώτημα: Αν η τέχνη είναι θεραπευτικό μέσο, δηλαδή φάρμακο ή είναι απλώς έκφραση ενός ανεξήγητου ταλέντου, με ανερμήνευτη τη λέξη ταλέντο.
Αιτία για την άνθιση του ταλέντου δεν είναι η έμπνευση; Και τελικά η δημιουργία; 3 λέξεις έχουμε τώρα προς εξέταση: Ταλέντο - Έμπνευση - Δημιουργία... Από πού προέρχονται; Πώς προκύπτουν;
Το θέμα μας ήταν «Ψυχαναλυτικές κατασκευές με αφετηρία το ζωγραφικό έργο». Αν λοιπόν το αντιστρέφουμε: «Το ζωγραφικό έργο αφετηρία ψυχαναλυτικών κατασκευών»; Τι θα διερωτηθούμε, τι θα σχολιάσουμε, τι θα διερευνήσουμε;
Αυτές οι κατασκευές, τα ζωγραφικά έργα, δηλαδή η αφετηρία, πόσες ψυχαναλύσεις μπορούν να προκαλέσουν και πόσα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν δεδομένου ότι υπάρχουν ποικίλου τύπου ζωγραφικά έργα; Τι είναι πράγματι τα ζωγραφικά έργα; Ονειροπλασίες, ονειροπολήσεις, φαντασιώσεις, υποκατάστατα, ανεκπλήρωτα ή όλα μαζί; Από πού, πότε και πώς αρχίζουν να δημιουργούνται;
Και μιας και έχει συμβεί μια έξαρση στην περιέργειά μου, ας το θέσω και διαφορετικά: Τι κατασκευάζει το ζωγραφικό έργο από την αφετηρία του έτσι ώστε να προχωρεί η ψυχανάλυση προς τις κατασκευές της; Τι κατασκευάζει το ζωγραφικό έργο στον θεατή;

Και εντέλει τι είδους κατασκευές δημιουργούνται στις διάφορες ηλικίες, στις διάφορες φυλετικές και λαϊκές ομάδες, στις γυναίκες, στους άνδρες κλπ; Τι εξυπηρετούν οι ζωγραφικές κατασκευές οι οποίες καταλήγουν στον δημιουργό καθώς και στον θεατή;
Και θα ρωτήσω και κάτι ακόμη: Εξετάζοντας ένα ζωγραφικό έργο ενεργοποιείται η αίσθηση της όρασης. Επικοινωνούμε συναισθηματικά με τη μορφή, το σχήμα και την χρωματική απόδοση που Βλέπουμε. Πόσο επηρεάζει όλο αυτό τον θεατή; Θέλω να πω, πόσο κινητοποιεί τον ψυχισμό του, τη φαντασία του, τις φαντασιώσεις του; Υπάρχουν ανασταλτικοί παράγοντες στην κινητοποίηση της φαντασίας έτσι ώστε να περιορίσουν ή να μεταλλάξουν τη φαντασία και τις φαντασιώσεις του στα απόκρυφα της ψυχής του και της σκέψης του;

Εν κατακλείδι! Ερωτήματα, ερωτήματα, ερωτήματα!!!
Και παρακινούμενος κι άλλο, πάντα από την ίδια αρχική πρόταση-πηγή της έμπνευσής μου, θα θέσω τερματίζοντας μερικές ακόμη περιεκτικές, συνοπτικές ερωτήσεις:
Γιατί στο κάτω-κάτω της γραφής, ζωγραφίζει ο ζωγράφος;
Υπάρχει αποστασιοποιημένη ή αντικειμενική ζωγραφική με ιδιαίτερη ποιότητα και αξία διαχρονική, και ποια είναι αυτή και γιατί είναι όντως τέτοια, τι είναι αυτό που την καθιστά «αντικειμενική»;
Και τι είναι γενικότερα αυτό που λέμε τέχνη; Τι εξυπηρετεί ως έκφραση;
Ο ζωγράφος και γενικότερα ο όποιος καλλιτέχνης είναι υγιέστερος των υγιών, ή είναι ένας ασθενής, νευρωσικός, ψυχωσικός, σχιζοφρενής, αποπροσωποποιημένος κλπ και έχει ανάγκη ψυχανάλυσης;
Ή θα ήταν σωστό να πούμε ότι είναι φορέας αυτοάνοσων ή κληρονομικών ψυχικών ασθενειών, είτε μεγαλύτερης, είτε μικρότερης δημιουργικής αξίας; Και αν και εφόσον πετύχει η ψυχανάλυση, τι αλλαγές επιφέρει; Στις μετουσιώσεις και στις μεταβιβάσεις; Αλλάζει η δημιουργική ικανότητα, το ταλέντο, ή η έμπνευση;
Και αν, παρ’ ελπίδα, η ψυχανάλυση δεν πετύχει;

Σ’ αυτό το σημείο και με αφετηρία πλέον όλα τα προηγηθέντα, ταιριάζει θαρρώ να εκτεθούν-παρατεθούν τώρα κάποια ζωγραφικά έργα δυο καλλιτεχνών και μιας καλλιτέχνιδας της εποχής μας, τα οποία θεωρώ χαρακτηριστικά τριών διαφορετικών εκφραστικών αποδόσεων/ τεχνοτροπιών, αποσκοπώντας φυσικά να καταστούν αντικείμενο σχολιασμού και περαιτέρω συζήτησης...
Σας ευχαριστώ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

Ο ρόλος του πλαισίου στην ψυχαναλυτική θεραπεία
Προσκεκλημένη ζωγράφος
Εύη Θεοφανίδου






Η λάθος επιλογή
Διήγημα του Γιάννη Βαϊτσαρά

Στο γραφείο του Νικηφόρου Φωκά επικρατεί απόλυτη τάξη και ηρεμία όπως σχεδόν καθημερινά αυτή την βραδινή ώρα που δέχεται τους ασθενείς του. Το φως σκιασμένο, το διακριτικό άρωμα σύκου στον αέρα, ένα μπουκέτο φρέσκα τριαντάφυλλα στο κομοδίνο.


Αλλά, ο ίδιος ο ψυχαναλυτής κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Μια υποβόσκουσα ανησυχία τον έχει κυριεύσει απ’ την ώρα που μπήκε απόψε στο γραφείο του, μια αγωνία που οξύνεται όσο περνάει η ώρα.
Όχι πως είναι προληπτικός, αλλά να, τέτοια μικρά συμβολικά συμβάντα, σαν το σημερινό, τον επηρεάζουν αρνητικά. Και, κυρίως, ενοχλείται από την αισθητική ζημιά που έγινε.
Μπαίνοντας λοιπόν σήμερα, βρήκε πεσμένο στο πάτωμα τον πίνακα απέναντι από το ντιβάνι. Αντίκρισε μια αντιαισθητική τρύπα να χάσκει στον τοίχο, και το καρφί, πασπαλισμένο με σοβάδες, να αυθαδιάζει στο χαλί.
Ανασήκωσε το έργο κοιτάζοντάς το. Αντίγραφο μεν, αλλά εξαίρετο! Το ξεσκόνισε στα γρήγορα και με συνοπτικές διαδικασίες το ξανακρέμασε πρόχειρα στη θέση του, μα δίχως κορνίζα και δίχως τζάμι αυτή τη φορά. Του φάνηκε γυμνό και απροστάτευτο, τσαλακωμένο, αταίριαστο πια μέσα στον προσεγμένο χώρο, μα δεν είχε χρόνο ούτε να σκεφτεί καλά-καλά μιαν άλλη λύση.

Κι έπειτα ήταν και η Ειρήνη. Η τελευταία συνεδρία της μέρας του. Όχι πως φοβόταν την αντίδρασή της για τη ζημιά. Καθόλου! Η Ειρήνη είναι έξυπνη, γλυκιά και ευγενική γυναίκα, δεν είναι εκεί το θέμα. Άλλο τον τρώει τον Νικηφόρο: Η τεράστια γκάφα του την περασμένη εβδομάδα! Που είχε δώσει ραντεβού σε ένα νέο περιστατικό του την ίδια ώρα με την συνεδρία της Ειρήνης.

Ήρθε σε δύσκολη θέση ο Φωκάς.
Πεπειραμένος πια ψυχαναλυτής, ξέρει πως τα σφάλματα του είδους πληρώνονται, και μάλιστα αδρά. Όμως το κακό είχε γίνει.
Προτίμησε να ζητήσει ταπεινά συγνώμη στην Ειρήνη εξηγώντας της πως εκ παραδρομής είχε δεχθεί πριν λίγο κάποιον άλλο στη θέση της. Και την διαβεβαίωσε πως θα την περιμένει κανονικά, δίχως άλλες περιπέτειες, στο επόμενο ραντεβού τους.
Δηλαδή το σημερινό. Που, τι σύμπτωση, σαν από θεία δίκη, θα διαδραματιστεί μπροστά στο πληγωμένο ζωγραφικό έργο.
Δεν μασάει εύκολα ο Φωκάς. Νομίζει πως άνετα θα αντιμετωπίσει τον θυμό της, αν εκφραστεί, θα βρει ένα ψυχαναλυτικό κόλπο να οδηγήσει τη συνεδρία σε κάποιες ενδιαφέρουσες ερμηνείες και... ούτε γάτα ούτε ζημιά. Άλλωστε, παλιά καραβάνα κι η Ειρήνη στην ψυχανάλυση. Θα πρέπει να ζυγώνουν τα πέντε χρόνια δουλειάς μαζί, εδώ μέσα, η σχέση τους είναι δουλεμένη. Όμως, όπως κι αν έχει, είναι λιγάκι τρακαρισμένος.

Μπαίνει η Ειρήνη με συγκρατημένο χαμόγελο. Ξαπλώνει, σταυρώνει τα πόδια, φαίνεται να διστάζει, μα αρχίζει να μιλάει δείχνοντας απέναντί της:
-Τι έγινε; Έπεσε κι έσπασε, επιτέλους; Αλλά μπα! Εσείς εκεί! Χάσατε την ευκαιρία να με απαλλάξετε δια παντός! Μου το ξανακρεμάσατε μπρος στη μούρη μου. Μα καλά, από τόσους όμορφους πίνακες εδώ μέσα, αυτόν βρήκατε να βάλετε μπροστά στο ντιβάνι; Αυτή την αηδία; Αυτό το δημιούργημα που, δεν ξέρω ποιος το έκανε, αλλά που πιο άσχημο και ανούσιο πίνακα δεν έχω δει!
Ξέρετε, από χρόνια ήθελα να σας το πω, ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο. Πάντα έλεγα μέσα μου, δεν γίνεται, κάποιον λόγο θα ’χει για να μου το δείχνει έτσι κατάφατσα, κάποιο κρυφό νόημα υπάρχει και τον διάλεξε να τον κοιτώ την ώρα που παιδεύομαι και προσπαθώ με κόπο να βγάλω τα εσώψυχά μου.
Όσο όμως κι αν σκέφτηκα δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ξέρετε; Κανένα περιεχόμενο δεν έχει ο πίνακάς σας! Είναι κενός, δίχως ουσία, κι επί πλέον είναι ακαλαίσθητος και άχρωμος. Αν αυτό θεωρείτε ιδιοφυΐα ζωγραφικής, να με συμπαθάτε, αλλά είστε τουλάχιστον αδαής και ακαλλιέργητος, κύριε ψυχαναλυτά μου. Και να σας πω κάτι; Θα προτιμούσα να βλέπω έναν άδειο τοίχο, ή ένα παράθυρο με τον ουρανό, παρά το υποτιθέμενο έργο τέχνης σας και να συγχύζομαι...

Καθώς ο Νικηφόρος Φωκάς δεν μιλάει, χαμήλωσε η ένταση στη φωνή, λες κι άλλαξε η διάθεσή της, αφού ξέβρασε κριτικές και θυμωμένα λόγια.

Βέβαια, ο Φωκάς, ως ψυχαναλυτής που είναι, δεν ξέχασε το γεγονός του λάθους του. Θεωρεί μάλιστα δεδομένο πως αυτό ευθύνεται αποκλειστικά για το ξέσπασμα θυμού της Ειρήνης.
Έτσι, τολμάει την παρέμβαση:
-Καταλαβαίνω που είστε θυμωμένη με τον αναλυτή σας. Είναι αδικαιολόγητος! Με την απροσεξία του έσπασε το πλαίσιο την προηγούμενη εβδομάδα...

Η Ειρήνη μίλησε πιο ήπια τότε:
-Ποιο πλαίσιο; Για την κορνίζα νομίζετε ότι νοιάζομαι; Α, δεν ανησυχώ, σε λίγες μέρες θα είναι στη θέση της κι αυτή, υποθέτω.
Αχ κύριε, Φωκά μου, τι πάθατε; Εσείς που πιάνετε πουλιά στον αέρα, που, πριν μιλήσω, πάντα καταλαβαίνατε αυτό που ήθελα να πω, πώς γίνεται και τώρα δεν αντιλαμβάνεστε για τι πράγμα μιλάω;
Λοιπόν ακούστε με: ο πίνακας αυτός μου θυμίζει την κατάστασή μου όταν σας επισκέφτηκα για πρώτη φορά. Έτσι ένιωθα. Χαμένη σε μιαν ατέλειωτη κίτρινη έρημο δίχως διέξοδο και δίχως μπούσουλα. Να παραδέρνω με τις ενοχές μου και να θέλω να κρύβομαι πίσω από παχιά φυλλώματα και στρώματα λίπους. Όμως να, που εκεί καραδοκούσαν χειρότεροι δαίμονες. Εκεί με περίμεναν μαύρες τρύπες και κρατήρες που με ρουφούσαν ολόκληρη και χανόμουν. Πουθενά βοήθεια. Πουθενά φως.

Μεσολαβεί μια σύντομη σιωπή. Ο ψυχαναλυτής κοιτάζει το «εξαίρετο αντίγραφο» κι αναρωτιέται πώς θα συνεχιστεί η συνεδρία.
Πράγματι, λιγάκι άχρωμο σα να του φαίνεται τώρα. Ανταύγειες σε χρώμα καφέ ανοιχτό, ένα ερημικό τοπίο κίτρινο, λίγα δέντρα, δρομάκια προς διάφορες κατευθύνσεις, πού και πού συστάδες φυτών σε πιο μουντά, ανησυχητικά χρώματα. Και στο βάθος, ο ορίζοντας σε όλο το πλάτος του πίνακα.
Ανοιχτωσιά!, είχε σκεφτεί ο Φωκάς όταν τον επέλεξε για τη θέση. Όλες οι πιθανότητες ανοιχτές, όλα τα ενδεχόμενα. Να μπορούν οι αναλυόμενοι να ονειρεύονται και να μιλούν δίχως δεσμεύσεις.
Έτσι τον ήθελε αυτόν τον πίνακα. Ουδέτερο! Να μην μαγνητίζει το βλέμμα. Να μην παγιδεύει τον ελεύθερο συνειρμό.
Να όμως που το ατύχημα αποκαθήλωσης αλλάζει τα δεδομένα.
Η Ειρήνη συνεχίζει:

-Θα θυμάστε σίγουρα...: Ένα στρογγυλό, φρόνιμο κοριτσάκι με φακίδες, παιδί-μοντέλο, ζωή επίπεδη. Ήμουν τόσο μοντέλο που κανείς δεν με πρόσεχε. Όλα ήταν ανοιχτά για μένα. Η πλήρης εμπιστοσύνη πάνω μου, μα που ένιωθα πως δεν την άξιζα. Που έσκαγα να μην έχω έναν μπαμπά και μια μαμά όπως όλα τα κορίτσια να μου βάζουν όρια και κανόνες, να μου δείχνουν το δρόμο. Ξέρεις εσύ! μου έλεγαν. Είσαι καλό κορίτσι. Αυτό ήταν το δράμα μου. Να πρέπει εγώ η ίδια να είμαι υπεύθυνη του εαυτού μου και των επιλογών μου. Οι φίλες μου όλες είχαν το κήρυγμα στο σπίτι, κανε αυτό κανε εκείνο, τούτο επιτρέπεται κείνο απαγορεύεται... Στο σπίτι το δικό μας τίποτα. Όλοι οι δρόμοι ελεύθεροι ακόμα κι εκείνοι που οδηγούν στα βράχια και στις μαύρες τρύπες.
Αργά-αργά, εδώ, μαζί σας, κατάφερα κι έβαλα σε τάξη το νου μου, νομίζω πως διαλέγω τώρα τον δρόμο μου χωρίς αμφιβολίες. Χωρίς κραδασμούς και χίλια αν και αν...
Ξέρω πού πάω, ξέρω πώς να αποφεύγω τις κακοτοπιές και τα σκιερά φυλλώματα με τους κρατήρες. Όμως δεν ένιωσα πώς ακριβώς έγινε αυτό. Δεν ξέρω ποιος φάρος άναψε στο πέλαγος της ψυχής μου και μου δείχνει πώς να πορευτώ. Πώς να αναγνωρίζω τις ξέρες και τα βράχια. Δεν ξέρω τι με άλλαξε.
Πάντως σίγουρα όχι το «αριστούργημα» που έβλεπα τόσα χρόνια. Όχι αυτό. Δεν το θέλω πια. Δεν γίνεται να το βλέπω άλλο. Μου θυμίζει υπερβολικά την Ειρήνη του τότε, την Ειρήνη του τίποτα. Την χαμένη Ειρήνη στους δαιδάλους του παρελθόντος και τις ανασφάλειες της μίζερης μικρομέγαλης παιδικής της ζωής.

Και, καθώς μιλάει, σπάει η φωνή της, κλαίει σιγανά.
Κλαίει από χαρά, σκέφτεται ξαφνιασμένος ο Φωκάς.
Εκείνος πάλι βρίσκει πως έχει, τελικά, κάποια δίκια η Ειρήνη. Μπορεί πράγματι η επιλογή του να αποδείχνεται λαθεμένη. Τα λόγια της φέρνουν στο νου του ένα ζωγραφικό έργο που τον εντυπωσίασε, κι ας μην είναι το «αριστούργημα» που κυκλοφορεί σε χιλιάδες αντίγραφα. Είναι ένας πίνακας, λάδι σε καμβά, που παριστά ένα φάρο, θριαμβευτή πάνω στις καταιγίδες, άγρυπνο φύλακα των ψυχών που παραδέρνουν στα πελάγη.


Αυτό το έργο το θαύμασε ανυποψίαστος πρόσφατα και τώρα σκέφτεται πως, μάλλον, αν όχι σίγουρα, θα τον βάλει κάποτε στη θέση του «αριστουργήματος». Ναι, θα το κάνει και για έναν άλλο λόγο: Διότι κι αυτός ο ίδιος, καθώς φαίνεται, χρειάζεται την υπενθύμιση πως αγρυπνά στο τιμόνι των ασθενών του, αποφεύγοντας απροσεξίες και διάφορες παραδρομές. Και, αν η μνήμη του δεν τον απατάει, κοντά στο φάρο, η ζωγράφος έβαλε με ζωηρά χρώματα τον προστατευτικό τοίχο, όπου σπάνε θυμωμένα τα κύματα. Κι αυτό ως ψυχαναλυτής το εκτιμάει, νιώθει πως ταυτίζεται μ’ αυτό τον τοίχο. Ο θυμός είναι κακός σύμβουλος όταν κρύβεται σε ήρεμα τοπία επίπεδης καθημερινότητας. Διότι φτάνει πάντα η στιγμή που εκδικείται και τότε είναι με βία, ανεξέλεγκτα.
Κάποτε, ναι, θα κάνει αυτή την αλλαγή. Πάντως σίγουρα μετά το τέλος της θεραπείας της Ειρήνης. Ως τότε τα πράγματα θα μείνουν ίδια κι απαράλλαχτα. Σταθερά και δεδομένα! Αρκετά θορυβήθηκε με τα λάθη του τελευταία!






Η πρώτη συνάντηση καφέ-ψ με τίτλο Ψυχαναλυτικές κατασκευές με αφομή το ζωγραφικό έργο πραγματοποιήθηκε στο Λεξικοπωλείο την Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015. 





Καλεσμένη ζωγράφος ήταν 
η Εύη Θεοφανίδου με το έργο της 
Ο Φάρος. 





Το θέμα που προέκυψε από το έργο 
και που ενέπνευσε 
το διήγημα ήταν 
"Ο ρόλος του πλαισίου στην 
ψυχαναλυτική διαδικασία". 
Ο Χάρης Μωρίκης ανέπτυξε το θέμα 
από την 
θεωρητική του άποψη.

Η επόμενη συνάντηση "Ψυχαναλυτικών κατασκευών" θα πραγματοποιηθεί στο Λεξικοπωλείο την Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2026 με θέμα την Ερμηνεία των Ονείρων. Προσκεκλημένος ζωγράφος θα είναι ο Νίκος Αγγελίδης με το έργο του Νυχτερινό.