Όλοι γνωρίζετε το βιογραφικό μου λίγο-πολύ και ξέρετε πως η ψυχολογία
δεν ήταν οι πρώτες μου σπουδές και επάγγελμα αλλά πως έφτασα σ’ αυτήν μετά από
έναν μακρύ προσωπικό δρόμο που κατέληξε στην επιλογή της και έβαλε (για να μην
πω επέβαλε) την ψυχανάλυση στη ζωή μου.
Όταν σπούδαζα λοιπόν ψυχολογία στο Παρίσι, στα διάφορα ψυχαναλυτικά
συνέδρια που παρακολουθούσα με λαιμαργία, περίμενα εναγωνίως τη στιγμή που θα
συνέβαινε κάτι μέσα μου, κάτι ενδοψυχικό, που θα «έκανε νόημα» όπως λέμε στην
ψυχολογία. Κάτι που θα συνέδεε μια πτυχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας με την
πραγματικότητά μου, την αληθινή ζωή.
Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια, συνεχίζω να παρακολουθώ συνέδρια και
ψυχαναλυτικές ημερίδες. Τώρα, την ώρα που ακούω συναδέλφους να αναλύουν και να
επεξεργάζονται έννοιες και θέματα της ψυχαναλυτικής θεωρίας, περιμένω πάλι
εναγωνίως τη στιγμή που θα συμβεί κάτι μέσα μου, κάτι ενδοψυχικό. Αυτή τη φορά
όμως καραδοκώ να ακούσω αυτό που θα συνδέσει την ψυχαναλυτική θεωρία με την
άσκηση της ψυχανάλυσης. Να συμβεί αυτό το κάτι που θα συνδέσει μια έννοια με
κάποιο «περιστατικό» μου, κάποια από τις ψυχαναλύσεις των ανθρώπων που με εμπιστεύονται
στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι.
Συχνά αναρωτιέμαι πώς αυτή η τόσο ολοκληρωμένη και ιδιοφυής (κατά τη
γνώμη μου) φροϊδική θεωρία θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα της στην καθημερινή
ζωή του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε να αποτινάξει από πάνω της λίγη από τη σκόνη
των συμποσίων και των συνεδρίων, να γίνει πιο ελκυστική, πιο κατανοητή και
λιγότερο παρεξηγήσιμη από εκείνους που δεν την γνωρίζουν και της αποδίδουν
χαρακτηριστικά ελιτίστικης και άχρηστης ομφαλοσκόπησης, αν όχι τσαρλατανισμού
και παραπλάνησης.
Θα σας εκμυστηρευτώ πρόθυμα πως δεν θεωρώ τον εαυτό μου σπουδαίο
θεωρητικό της ψυχανάλυσης. Την υπηρετώ, σαν τον εργάτη κι όχι σαν τον
επιστήμονα. Εργάζομαι όπως προστάζει εκείνη, με το είναι μου, με την ψυχή μου,
κυρίως με το υποσυνείδητό μου.
Και σαν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα πώς δηλαδή θα μπορούσε η
ψυχανάλυση να γίνει λίγο πιο προσιτή και φιλική, σοφίστηκα, σαν εργάτης που
είμαι, τα «εργαστήρια».
Άρχισα να γράφω ιστορίες. Διηγήματα, διηγήσεις, όπου πάντα πρωταγωνιστεί
ένας ψυχαναλυτής ή μια ψυχαναλύτρια, και οι αναλυόμενοί τους, όπου οι διάφορες
φροϋδικές έννοιες γίνονται μέρος της καθημερινότητας σε ένα επινοημένο, ίσως
και εξιδανικευμένο ψυχαναλυτικό γραφείο.
Όταν αυτά τα κείμενα άρχισαν να πληθαίνουν κι όντας ακόμα μακριά από τη
σκέψη της έκδοσης το Εργαστήριο στήθηκε.
Στην αρχή λίγοι φίλοι και γνωστοί, αργότερα περισσότεροι, μαζευόμασταν
στην Αθήνα σε όποια στέγη προσφερόταν να μας φιλοξενήσει, με ένα καφέ η ένα
ποτήρι κρασί στο χέρι, ακούγαμε τα διηγήματα και μετά συζητούσαμε τα ψυχικά
θέματα που προέκυπταν στους ακροατές από την ανάγνωση.
Τα καφέ ψ είχαν γεννηθεί. Ήταν το 2009.
Από τότε πέρασε πολύς καιρός, εκδόθηκαν βιβλία που με έριξαν χωρίς
καλά-καλά να το καταλάβω, στα βαθιά νερά της μυθοπλασίας και της λογοτεχνίας.
Και φτάσαμε σήμερα εδώ, στο γαλλικό ινστιτούτο, νοιώθω κάπως σαν να
επιστρέφω στην πατρίδα, στο πατρικό σπίτι.
Το σημερινό θέμα: ΕΡΩΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ είναι το πρώτο που θα μας απασχολήσει
στην σειρά των συναντήσεων με γενικό θέμα ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ. ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.
ΕΡΩΣ.
Αρχαίος ελληνικός όρος ο οποίος δηλώνει την αγάπη και την θεότητα της
αγάπης. Ο Φρόιντ τον χρησιμοποιεί στην τελευταία του θεωρία για τις ενορμήσεις
για να υποδηλώσει το σύνολο των ενορμήσεων ζωής σε αντίθεση με τις ενορμήσεις
θανάτου. Αντίθεση ανάμεσα στις λιβιδινικές ενορμήσεις (σεξουαλικότητα αλλά και
όλες τις μετουσιωμένες εκδηλώσεις της) και τις ενορμήσεις θανάτου.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλώσει τις
ενορμήσεις θανάτου, σε αντιστοιχία με τον όρο Έρως. Η χρήση της υπογραμμίζει
τον ριζικό χαρακτήρα του ενορμητικού δυισμού, προσδίδοντάς του σημασία σχεδόν
μυθική.
Όταν
ο Freud λέει «ενόρμηση ζωής» ( ή έρως ) εννοεί ό,τι
δένει , ό,τι ενώνει1 ( ένωση , συγκρότηση όλο και μεγαλύτερων ενοτήτων)
σε αντίθεση με την «ενόρμηση θανάτου» που σκοπεύει στις αποσυνδεσεις
(όποια μορφή αποσύνδεσης, λόγου χάρη η αποεπένδυση από το αγαπώμενο
αντικείμενο).
Η
ενόρμηση σχετίζεται με το αντικείμενο. Η ενόρμηση μπορεί α) να αγαπήσει
το αντικείμενο (να κάνει σχέση μαζί του), β) να το καταστρέψει ( να το
χειρίζεται).
Στο σημείο αυτό θα ακούσουμε ένα ποίημα. Το επέλεξα γιατί νομίζω πως
εμπεριέχει ακριβώς την ιδέα που κουβεντιάζουμε εδώ σήμερα, δηλαδή τις ποικίλες
ψυχικές διεργασίες (οι περισσότερες ασυνείδητες) που εμφανίζονται μέσα στην
ανθρώπινη πραγματικότητα και συνδέονται με τους δυο Άρχοντες της ψυχής και ζωής
του ανθρώπου, τον Έρωτα και τον Θάνατο.
Προβολή του βίντεο
Μερικές σκέψεις.
Δεν είναι τυχαίο που ο Φρόιντ έγραψε για την Ενόρμηση ζωής-Ενόρμηση
θανάτου στο σύγγραμμα του 1920 Πέραν της αρχής της ηδονής.
Όπου εμφανίζεται η Αρχή της πραγματικότητας σε αντιπαράθεση με την αρχή
της ηδονής.
Η πραγματικότητα αναγκάζει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την έννοια του
Θανάτου και της απώλειας. Με την μνήμη, την ανάμνηση. Για να συνεχίσει να
υπάρχει, κόντρα στην οδύνη, να μένει στην πλευρά της ζωής, του έρωτα.
…Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ' η εκδρομές χωρίς τον
Μύρη δεν θ' αξίζουν πια· και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω στα ωραία κι
άσεμνα ξενύχτια μας να χαίρεται, και να γελά, και ν' απαγγέλλει στίχους με
την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού· και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του…
Παρατήρηση και περιγραφή της πραγματικότητας με λέξεις μάλιστα πλούσιες
και μεγαλόπρεπες, σε αντίθεση με την ψυχολογική κατάσταση του πενθούντα.
…Τον
είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη που από την άκρην όπου στάθηκα είδα κομμάτι· όλο
τάπητες πολύτιμοι, και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού…
Πενθούμε το θάνατο το φυσικό των αγαπημένων μας,
πενθούμε όμως και τις εν ζωή απώλειες, πενθούμε και αντιστεκόμαστε σε κάθε
αλλαγή, κάθε ταρακούνημα από τον ασφαλή χώρο του γνωστού και πεπατημένου. Για
την οριστική απώλεια, το θάνατο, παρηγοριά είναι η ανάμνηση, η μνήμη, είναι η
μόνη πρόσβαση σε κάποια μετά θάνατον ζωή. Για τις διαρκείς «εν ζωή» απώλειες,
ας κάνουμε λίγο χώρο στον αγαπημένο άλλο, λίγη αλληλοπεριχώρηση και
αλληλοπαραχώρηση, αποδοχή του ιδιωτικού χώρου, αποδοχή του «μυστικού».
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Η αμφιθυμία στην υπηρεσία της παρηγοριάς. Σαν βοήθεια στην προσαρμογή
στην Αρχή της πραγματικότητας.
…Πετάχθηκα έξω απ' το φρικτό τους σπίτι, έφυγα
γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί απ' την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του
Μύρη…
Προβολή βίντεο Η Γριά η Βαβάμ.
Η φαντασίωση της Αθανασίας ή η συμφιλίωση με την ανθρώπινη υπόσταση; Ο ρόλος της δημιουργίας.
Ο θάνατος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και παρά
το γεγονός ότι πολλές φορές επιλέγουμε να μην το σκεφτόμαστε, μια και μόνη
στιγμή συνειδητοποίησης της περατότητάς μας μπορεί να μας κάνει να αποφασίσουμε
να δίνουμε νόημα σε κάθε μας πράξη, να κάνουμε τέχνη για να εξασφαλίσουμε
κάποια μορφή αθανασίας μέσω του έργου μας ή ακόμα και να αποφασίσουμε να
κάνουμε οικογένεια για να συνεχίσουμε να «ζούμε» μέσω από τις αναμνήσεις των
οικείων μας. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον το οποίο
είναι «επιφορτισμένο» με το βαρύ ψυχολογικό φορτίο της επίγνωσης ότι κάποτε θα
πεθάνει. (Ελεάνα Πανδιά,
Επικοινωνιολόγος)
Συζήτηση, Αντιδράσεις του κοινού στην ερώτηση: "Ποια σκέψη ή εμπειρία της καθημερινής ζωής σάς έρχεται στο νου αναφορικά με το δίπολο θάνατος - έρωτας":
Έρωτας στα δεκάξι… με ανάσα ζωής ή μια ανάσα ζωής; Μπορούν άραγε να διαχωριστούν έρωτας και θάνατος; Κάθε φοράπου ονειρεύομαι ξύπνια είναι νομίζω καθαρός έρωτας. Όταν γύρω μου γίνεται χαμός (συμβαίνει κάτι σε αγαπημένα πρόσωπα) με πιάνει υπερένταση μαγειρικής δημιουργίας, και άλλοτε απόσυρση σε παιχνίδια στον υπολογιστή. Σήμερα στις 7μμ που αποφάσισα να έρθω στο καφέ ψ βίωσα τον θάνατο και τον έρωτα μαζί. Υποθέτω ότι οι περισσότεροι θα απαντήσουν για τον έρωτα, ως αποτέλεσμα της ενόρμησης ζωής και προσπάθεια άρνησης της ενόρμησης θανάτου… Παράδειγμα έρωτα: Η καθημερινή ετοιμασία φαγητού και το μαγείρεμα ως καθημερινή δραστηριότητα.
Ενόρμηση θανάτου: Σταμάτησα να μιλάω με κάποια φίλη μου γιατί έκανε κάτι που με πείραξε. Η ώρα που ξεφυλλίζω τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες τής οικογένειάς μου ενώ έχω ενσωματώσει στο μέλλον μου την μη επιστροφή σ'αυτήν. Ποντιακό μοιρολόι, Μικρασία 1922, Να σηκωθούν οι νεκροί, οι ζωντανοί να μπούνε… Θάνατος κάθε χωρισμός… Ψάχνει κανείς σ'ολη του τη ζωή μια φωλιά ή αγκαλιά, ερωτική ή οικεία αγαπητική, ένα λόγο επιστροφής. Αλλιώς μια ζωή θα εκλιπαρείςγια λίγη ζεστασιά σε κάποια ξένη, αφιλόξενη μεριά… Ποίημα… Όνειρο: περπάτησα μαζί του μέχρι τα τείχη της πόλης. Ξαφνικά σκόνταψε και σωριάστηκε, όχι αυτός, το σώμα του μόνο. Εκείνος πέρασε τα τείχη κι εγώ έμεινα πίσω ψάχνοντας να βρω πέρασμα. Ακόμα ψάχνω. Τρέχω-ψάχνω-τρέχω-ψάχνω (έρως-θάνατος) Έρωτας: Διάλογος με ανθρώπους, ζώα και φυτά της βεράντας μας κάθε μέρα. Διάλογος με τους μαθητές, συνεργάτες,σχέδια έμπνευση… Διπλός ή παράλληλος θάνατος: ο σύντροφος αποχωρεί από την κοινή ζωή, δεν αντέχει την δέσμευση, την αλλαγή της εργένικης ζωής. Έφτασα… Στα χρώματα του σούρουπου, ακούμπησα το σάκο πάνω τους και πλησίασα προς τη μαγική γραμμή… τη γραμμή που ενώνει τη γη με τη θάλασσα. Και όταν άφηνα το βλέμμα μου να πλανηθεί… τον είδα… τον ένιωσα… ήταν τα πάντα… αδελφός, φίλος, σύντροφος, εραστής, αγαπημένος… Αυτά ήταν τότε, παλιά… Τώρα; πού είναι αυτή η αγάπη, ο έρωτας; Έγινε σκόνη που πότισε την αύρα μου. Αγαπημένη αληθινά μια φορά, αγαπημένη για πάντα! Μνήμα=σημείον, μιμνήσκω=θυμούμαι, κηδεία-κήδομαι-φροντίζω. Ο θάνατος οδηγεί στη ζωή. Ποιά; Την φυσική ή την μεταφυσική; Μακάριοι οι πιστεύοντες. Η μητέρα μου έφυγε στα 80, ουσιαστικά 81 αφού δεν καταλάβαινε πια. Γυναίκα της εκκλησίας, με την καλή έννοια. Παρ'όλα αυτά φοβόταν τον θάνατο. Επειδή, όπως έλεγε, "τι τον θέλω τον παράδεισο και την αιώνια ζωή, αν δεν μπορώ να σας βλέπω, να σας νιώθω;" Η απώλειά της τρομερή για μένα. Κόπηκε ο ομφάλιος λώρος. Δεν ήμουν πια το παιδί κανενός. Ξεκίνησε ένας καινούργιος κύκλος με εγγόνια. Κι εγώ στη θέση της μάνας.
Το
τελευταίο όνειρο
Μετά την παράσταση, ο Αναστάσιος Ντυπόν δεν
είχε καθόλου διάθεση να αποσυρθεί.
Όμως, η κόρη του η Άννα, η Ευρυδίκη, η Μία και
η Άλλη επίσης, όλες επέμεναν πως, μετά την αποψινή συγκίνηση, θα ήταν φρόνιμο
για έναν άνθρωπο της ηλικίας του να μην αργήσει να ξαπλώσει.
Αναγκάστηκε λοιπόν να μην τις κακοκαρδίσει, κι
ακουμπώντας στο μπράτσο της Ευρυδίκης του έσυρε τα βήματά του ως την κάμαρη και
ξάπλωσε.
Μα πριν καλά-καλά κλείσει η πόρτα του, εκείνος
γλίστρησε έξω απ’ τα σεντόνια, και με εφηβική ορμή πλησίασε το παράθυρο.
Το βουνίσιο βράδυ με την πανσέληνο τον καλούσε
και του ήταν αδύνατον να μην ανταποκριθεί. Η αγαπησιάρα Πρόπαν με τις γαλιφιές
της του άπλωνε τα μαγευτικά της χέρια να τον αποπλανήσει.
Μ’ έναν σάλτο βρέθηκε στο πίσω καλντερίμι.
Πήρε την κατηφόρα προσέχοντας να μην σκοντάψει σε κανα βράχο και προδοθεί.
Τα πνευμόνια του ρουφούσαν αχόρταγα τη βραδινή
μοσχοβολιά απ’ τ’ αγιοκλήματα στις αυλές, τώρα ακούγονταν πιο απόμακρες οι
εύθυμες κουβέντες τής ομήγυρης απ΄ την αυλή του.
Μα σα να ’βλεπε τον κόσμο κάπως αλλιώτικο,
παράξενο για πρώτη φορά το γνώριμο τοπίο του φάνηκε.
Τα σπίτια ήταν σκοτεινά, σαν βυθισμένα σε
χρυσόχρωμη ομίχλη, οι κήποι και τα δέντρα σαν νοσταλγικές πονεμένες φιγούρες
βγαλμένες από άλλες εποχές, περασμένες, δύσκολες.
Τάχυνε το βήμα του. Έπρεπε να φτάσει γρήγορα,
το χρωστούσε στον εαυτό του, το όφειλε στην ιστορία του.
Ήρθε εδώ, εδώ να, πίσω απ’ την εκκλησιά, δίπλα
σ’ αυτόν εδώ τον τοίχο, λιγάκι παράμερα, στο κούφωμα της πόρτας, στα σκαλιά του
σχολειού του.
Έκατσε στο μάρμαρο, έβγαλε την πίπα του,
θυμήθηκε εκείνο το πανάρχαιο πρωινό με τα λόγια του κυρίου του.
Σεπτέμβρης 1939.
Ο αγαπημένος του δάσκαλος τού μιλούσε.
Σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά. Του έλεγε πως σήμερα
ήταν μια μεγάλη απώλεια για τον κόσμο, γιατί ένας σπουδαίος άντρας άφησε την
τελευταία του πνοή, μακριά, πολύ μακριά, σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, το
Λονδίνο, αν έχει ακουστά.
Τέτοια έλεγε ο δάσκαλος κι ήταν συνεπαρμένος
απ’ το νέο που λίγοι έμαθαν, κι ο μαθητάκος άκουγε δίχως να καταλαβαίνει γιατί
ο κύριος του έλεγε την ιστορία αυτή.
Συγκράτησε μονάχα πως ο παππούς που πέθανε
ήταν άγνωστος σε όλους τους προπαντιώτες, πως ήταν κυνηγημένος απ’ τη χώρα του την
Αυστρία, και πως είχε βρει τρόπο, λέει, να ακούει τις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ο δάσκαλος ήταν σίγουρος πως το όνομά του
θα ακουγόταν και μετά από πολλά-πολλά χρόνια, σ’ όλο τον κόσμο, ακόμα κι εδώ,
στην Πρόπαν, το ξεχασμένο χωριό του Πηλίου.
Ο γέρος Ντυπόν άναψε την πίπα του.
Μετά, χάιδεψε το ζεστό πέτρινο σκαλοπάτι που
εκείνο μονάχα είχε ακούσει τότε τις κουβέντες τού δασκάλου. Ίσως να ήταν αυτές
ακριβώς οι προτάσεις που του έδειξαν τον δρόμο στη ζωή του.
Το χάδι της κόρης του τον ξύπνησε.
-Ονειρευόμουν, λέει ο γέροντας. Είχα πάει,
λέει, στο σχολειό και ξαναθυμήθηκα τη μέρα που έμαθα για το θάνατο του Φρόιντ.
Για φαντάσου! Το 1939, ένας νεαρός
δημοδιδάσκαλος, χαμένος στο Πήλιο της Ελλάδας, να τιμάει τον θάνατο του πατέρα
τής ψυχανάλυσης, μιλώντας στον αγαπημένο του μαθητή...
Λόγια-σπόρια! Που, μάλλον, έπιασαν τόπο,
βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο σχολιαρόπαιδο που ήμουν τότε, δεν νομίζεις, Άννα μου;
Ήταν σοφός εκείνος ο δάσκαλος, και να, που
ούτε το όνομά του δεν θυμάμαι πια, λέει χαμογελώντας αχνά, και ξαναβυθίζεται
στον ύπνο.